Το καλοκαίρι μπορεί οι περισσότεροι να το έχουμε συνδέσει με νησιά και παραλίες, δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι που παίρνουν τα βουνά, αναζητώντας δροσιά, ηρεμία, αλλά και φθηνότερα καταλύματα. Αυτοί είναι πέντε ορεινοί προορισμοί γεμάτοι θέλγητρα, για όσους δεν μετράνε τα μπάνια του καλοκαιριού.

Τα Ζαγοροχώρια το χειμώνα βουλιάζουν κάθε Σαββατοκύριακο από τους επισκέπτες, οι ηπειρώτες ωστόσο τα θεωρούν πολύ πιο όμορφα το καλοκαίρι, που τα βουνά είναι καταπράσινα και μπορείς να φτάσεις παντού, χωρίς τις δυσκολίες που προκαλεί το χιόνι και το κρύο. Δύο εθνικοί δρυμοί, οι ποταμοί Αώος και ο Βοϊδομάτης με τα αριστουργηματικά πέτρινα γεφύρια τους, καθώς και σαρανταέξι χωριά δεν εξαντλούνται σε μία μόνο επίσκεψη, οπότε ξεκινήστε από τα βασικά.

Στο Μονοδένδρι θα πάτε για τις εξαιρετικές πίτες που έχουν κάνει διάσημο ένα από τα εστιατόρια της κεντρικής πλατείας εδώ και χρόνια.

Καθίστε κάτω από τα πλατάνια και δοκιμάστε όσες ηπειρώτικες πίτες αντέχετε, πίνοντας το χωριάτικο αφρώδες ημίγλυκο ροζέ που οι ντόπιοι εμφιαλώνουν σε μπουκάλια μπίρας. Πριν το φαγοπότι, γιατί μετά αποκλείεται να είστε σε θέση, επισκεφθείτε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, απ’ όπου μπορείτε να δείτε το φαράγγι του Βίκου σε όλο του το μεγαλείο.

Στο Καπέσοβο, πόλος έλξης είναι η κεντρική πλατεία με τη στέρνα του 1848, στην οποία στεγάζεται το ομώνυμο καφενείο-γλυκοπωλείο.

Εδώ μπορείτε να προμηθευτείτε και τοπικά προϊόντα, φτιαγμένα με ό,τι προσφέρει η Πίνδος.

Το Δίλοφο εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική του και επιβάλλεται να το περπατήσετε –για πολλούς πρόκειται για το ομορφότερο από όλα τα χωριά. Καθίστε για ένα τσίπουρο στην πλατεία του χωριού και αν πεινάτε μη διστάσετε, εδώ τρώνε και οι Γιαννιώτες.

Σε αντίθεση με το Δίλοφο, που τον χειμώνα ερημώνει, το Τσεπέλοβο σφύζει από ζωή, καθώς είναι το μεγαλύτερο χωριό του Ζαγορίου. Με αρχιτεκτονική λίγο διαφορετική από τα άλλων χωριών, έχει επιβλητικά αρχοντικά, μια όμορφη πλατεία με μαγαζιά για όλα τα γούστα και τον Άγιο Νικόλαο, τη σημαντικότερη εκκλησία της ευρύτερης περιοχής και εξαιρετικό δείγμα της ηπειρώτικης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα.

Το Πάπιγκο είναι γνωστό τοις πάσι, εξαιρετικά τουριστικό αλλά και πολύ όμορφο. Εδώ θα έρθετε αν είστε περιπετειώδεις τύποι, καθώς μπορείτε να κάνετε ράφτινγκ, πεζοπορία, ορειβασία, ιππασία και τα σχετικά. Αν πάλι σας έχει λείψει η θάλασσα, εκτός από το …δροσερό ποτάμι, υπάρχει και κάτι μοναδικό: οι «Κολυμπήθρες» στο ρέμα του Ρογκοβού, δηλαδή μια σειρά από μεγάλες, φυσικές πισίνες που το νερό έχει λαξέψει στον βράχο.

Δε θα δυσκολευτείτε να τις εντοπίσετε, τις ξέρουν κι άλλοι!

Τα Τζουμέρκα πολλοί τα έχουν ακούσει, λιγότεροι, όμως, τα έχουν επισκεφθεί.

Η δυσκολία στην πρόσβαση κατά τη διάρκεια του χειμώνα ίσως είναι ένας από τους λόγους –παρότι ο δρόμος δεν κλείνει από το χιόνι, είναι στενός, απότομος, στριφογυριστός, απόκρημνος, γενικότερα η χαρά του υψοφοβικού.

Το καλοκαίρι τα βουνά δείχνουν -και είναι- πιο βατά, είναι λοιπόν ευκαιρία να το πάρετε απόφαση για μια ανάβαση στα επιβλητικά Τζουμέρκα. Καταπράσινες πλαγιές, αγριολούλουδα, πουλιά, αγριογούρουνα(!), άφθονα άγρια βατόμουρα, τα πάντα μπορεί να συναντήσει κανείς στο δρόμο του –και μερικές πετρούλες που πέφτουν που και που.

Τίποτα όμως δεν θα σας προϊδεάσει για την εντυπωσιακή εικόνα που θα αντικρύσετε φθάνοντας στο Συρράκο.

Αγέρωχο, πέτρινο, γαντζωμένο σε μια κάθετη πλαγιά, το χωριό του Κώστα Κρυστάλλη πιστεύω ότι είναι ένα από τα ομορφότερα στην Ελλάδα.

Ο πλούτος του παρελθόντος, όταν οι ντόπιοι έμποροι έφτασαν να πουλάνε τις φημισμένες αδιάβροχες μάλλινες κάπες τους ακόμα και στον στρατό του Μέγα Ναπολέοντα, έχει προικίσει το Συρράκο με πανέμορφα αρχοντικά, βρύσες, γεφύρια και το παλιό πέτρινο σχολείο που δεσπόζει στο κέντρο του.

Αφήστε το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού -μια και σας είναι εντελώς άχρηστο-, προμηθευτείτε γκλίτσες γιατί το χωριό είναι κάθετο και περιπλανηθείτε στα αυθεντικά καλντερίμια του.

Αν είστε στοιχειωδώς αθλητικοί τύποι, μην παραλείψετε να πάρετε το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι και οδηγεί στο απέναντι δίδυμο χωριό, τους Καλαρρύτες.

Μετά από σαράντα περίπου λεπτά -εκτός κι αν κολυμπήσετε στο ποτάμι- θα φτάσετε στο χωριό που φημιζόταν για την ασημουργία του κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και είναι η πατρίδα του διάσημου Bulgari.

Aν βρείτε ανοιχτό το Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας μπείτε να το δείτε, αυτό όμως που επιβάλλεται είναι να πιείτε έναν καφέ ή ένα τσίπουρο με πεντανόστιμους μεζέδες στο καφενείο «Άκανθος», ηλικίας 176 ετών, που λειτουργεί ασταμάτητα από το 1840.

Σε περίπτωση, πάλι, που πάτε στους Καλαρρύτες με το αυτοκίνητο, κάντε μια στάση στη Μονή Κηπίνας, ένα Μέγα Σπήλαιο τσέπης από πέτρα, σχεδόν αόρατο από μακριά, χτισμένο το 1212.

Δίπλα από την εκκλησία ξεκινά ένα σπήλαιο, το επισκέψιμο κομμάτι του οποίου έχει μήκος τριακόσια μέτρα. Πάρτε φακό, γιατί είναι σχεδόν αφώτιστο, και προετοιμαστείτε για συναντήσεις με νυχτερίδες.

Το Μαίναλο μέσα σε είκοσι χρόνια έγινε εξαιρετικά δημοφιλής χειμερινός προορισμός.

Τα χωριά του γέμισαν ξενώνες που οι τιμές τους απογειώνονται μόλις μπει ο Νοέμβρης, καθώς η ζήτηση είναι τεράστια.

Το καλοκαίρι είναι η ώρα της προσγείωσης και μπορεί κανείς άφοβα να κανονίσει μια εκδρομή στην περιοχή που λάτρεψαν ο Βιργίλιος, ο Γκαίτε και οι περιηγητές που μορφοποίησαν το αρκαδικό ιδεώδες, την αναπόληση του βουκολικού παραδείσου.

«Arca deorum» (Κιβωτό του Θεού), ονόμασαν οι Ρωμαίοι τον τόπο όπου, σύμφωνα με τους μύθους, γεννήθηκε η ζωή. Σήμερα τα χωριά της Αρκαδίας έχουν αναγεννηθεί και υπάρχουν λόγοι να τα επισκεφθεί κανείς όλα.

Η «Αγία Τριάδα», ωστόσο, είναι η Βυτίνα, η Δημητσάνα και η Στεμνίτσα. Η Βυτίνα δεν είναι τόσο εντυπωσιακή κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται όμως κοντά στο χιονοδρομικό του Μαινάλου, έχει παλμό, πολλές και καλές ταβέρνες που σερβίρουν τοπικές σπεσιαλιτέ, όπως εξαίσιο κόκορα με χυλοπίτες, αλλά και άφθονα μαγαζάκια με τοπικά προϊόντα, οπότε μην παραλείψετε να αγοράσετε όσπρια, ζυμαρικά, βότανα αλλά και εξαιρετικό ελατίσιο μέλι.

Η Δημητσάνα είναι η μεγάλη μου αγάπη, το χωριό στο οποίο επιστρέφω συστηματικά εδώ και εικοσιπέντε χρόνια.

Οδηγώντας από τη Βυτίνα, μετά από μια στροφή ξεπροβάλλει ξαφνικά μπροστά σου και σου κλέβει την καρδιά.

Γεμάτη πέτρινους πύργους, υψώνεται περήφανη πάνω από το φαράγγι του Λούσιου η «μπαρουταποθήκη του αγώνα», καθώς εδώ έφτιαχναν μπαρούτι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

Επισκεφθείτε το Μουσείο Υδροκίνησης, που διαφωτίζει σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των νερόμυλων, των νεροτριβών, των βυρσοδεψίων και όλων των χρήσεων που αξιοποιούσαν τα πολύτιμα νερά του ποταμού και μην ξεχάσετε να ταξιδέψετε στον μαγικό κόσμο της σπουδαίας Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας.

Πάρτε μπακλαβάδες και πυραυλάκια από τη μικρή βιοτεχνία γλυκών που λειτουργεί στο χωριό και ξεκινήστε να γνωρίσετε δύο ιστορικά μοναστήρια: τη Μονή Προδρόμου (16ος αι.) και τη Μονή Φιλοσόφου (963 μ.Χ.), γνωστή και ως «Κρυφό Σχολειό». Η Στεμνίτσα μοιάζει αρκετά με τη Δημητσάνα και από τα μεταβυζαντινά χρόνια αποτελεί αργυροχρυσοχοϊκό και μεταλλουργικό κέντρο.

Σήμερα λειτουργεί εκεί παραδοσιακή Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας και σε αυτήν οφείλεται η ύπαρξη καταστημάτων που πουλάνε κοσμήματα και δίνουν ένα καλλιτεχνικό προφίλ στο χωριό.

Λιγότερο γνωστά αλλά γεμάτα εντυπωσιακά πέτρινα κτίρια είναι τα Λαγκάδια, το χωριό των φημισμένων Λαγκαδινών κτιστών που ήταν περιζήτητοι και γυρνούσαν σε μπουλούκια κατασκευάζοντας γεφύρια, σπίτια, βρύσες, σχολεία και εκκλησίες.

Μια βόλτα στην ιδιαίτερη πατρίδα του Θεόδωρου Δεληγιάννη είναι αρκετή για να καταλάβετε πόση καλλιτεχνία μπορεί να χωρέσει στο χτίσιμο της πέτρας.

Η Αρκαδία προφανώς δεν εξαντλείται με μία επίσκεψη, είναι σίγουρο ότι θα επανέλθετε, χωρίς ποτέ να σας απογοητεύσει.

Όταν αγοράσαμε αυτοκίνητο, η πρώτη μας εκδρομή ήταν στον Κοσμά Κυνουρίας, ένα κεφαλοχώρι στον Πάρνωνα.

Έχοντας άγνοια κινδύνου, διαλέξαμε να πάμε από δασικό δρόμο, ο οποίος ήταν χωματόδρομος σχεδόν αδιάβατος, καθώς ήταν σπαρμένος με μεγάλες πέτρες.

Δεν έφτανε που κοντεύαμε να σπάσουμε το αμαξάκι μας, χαθήκαμε κι από πάνω, μέχρι που συναντήσαμε το ερημητήριο ενός ιδιόρρυθμου, ωραίου τύπου, μιας κάποιας ηλικίας.

Στην ερώτησή μας για το πώς να πάμε στον Κοσμά, απάντησε με πρόσκληση να πιούμε μαζί του ένα κρασί, το οποίο συνοδευόταν από ομελέτα με άγρια σπαράγγια. Απόγευμα πια, εντελώς μεθυσμένοι, καταλήξαμε στο χωριό με τις πετρόχτιστες βρύσες με τα λιοντάρια στην κεντρική πλατεία, το οποίο μας εντυπωσίασε τόσο ώστε να ξαναπάμε άλλες δυο φορές έκτοτε.

Σχετικά κοντά στον Κοσμά είναι και το Γεράκι, που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους και εκτός από την αρχαία ακρόπολή του, έχει μεσαιωνικό κάστρο και τριάντα βυζαντινούς ναούς, που χρονολογούνται από τον 12ο μέχρι τον 15ο αιώνα, με σπάνιες αγιογραφίες.

Η Καστάνιτσα είναι ένα ακόμα όμορφο χωριό του Πάρνωνα, σημαντικότερο θέλγητρο του οποίου είναι το …φαγητό. Καθίστε στις ταβέρνες του για να φάτε τα πάντα με κάστανα, από γλυκό κάστανο και καστανόπιτα, μέχρι μοσχάρι με κάστανα, φυσικά.

Αν έχετε χρόνο μπορείτε να πεταχτείτε και στα Άνω Δολιανά, τη γενέτειρα του Κώστα Λαλιώτη, που ο ίδιος φρόντισε να είναι του κουτιού. Προσωπικά, αγαπώ περισσότερο τα Τζίντζινα, που το τραγουδιστό όνομά τους αντικαταστάθηκε από το ελληνοπρεπέστερο Πολύδροσο, που μάλλον κανείς δεν χρησιμοποιεί. Στα Τζίντζινα ήταν η πρώτη μας εκδρομή με τη μηχανή –φαίνεται ότι τα τροχοφόρα μας παίρνουν το βάπτισμα του πυρός στον Πάρνωνα.

Δύο πράγματα θυμάμαι χαρακτηριστικά: το καταπράσινο βουνό με το πολλά μονοπάτια για πεζοπορία και το κρύο που τρώγαμε κάθε βράδυ, Αύγουστο μήνα –φορούσαμε όλα μας τα ρούχα μαζί και το τσούζαμε για να ζεσταθούμε.

Το Πήλιο για μένα είναι ο απόλυτος ορεινός καλοκαιρινός προορισμός.

Πηγαίναμε οικογενειακώς από τότε που ήμουν παιδί, όταν ελάχιστοι Έλληνες το προτιμούσαν και έχω προλάβει πραγματικά αθώες εποχές που μου άφησαν και μερικά ψυχικά τραύματα, καθώς πάσχιζα να πιω φρεσκοαρμεγμένο γάλα, από την κατσίκα του ξενοδόχου.

Όποτε δεν έχουμε κάποια καλύτερη ιδέα ή δε θέλουμε να ταξιδέψουμε με πλοίο, πάντα καταλήγουμε στο Πήλιο και δεν το μετανιώνουμε ποτέ.

Το βουνό των Κενταύρων, εξάλλου, συνδυάζει ιδανικά το βουνό με τη θάλασσα, καθώς βρέχεται από τα νερά του Αιγαίου και διαθέτει μια σειρά από καταπληκτικές παράλιες, ισάξιες των γειτονικών Σποράδων.

Το Πήλιο το έχουμε γυρίσει όλο, πάντα όμως μένουμε σε ένα από τα αγαπημένα μας ορεινά χωριά, καθώς δε μας πειράζει να κάνουμε όσα χιλιόμετρα χρειαστεί για να πάμε στις παραλίες που προτιμάμε, με πρώτο και καλύτερο τον ανεμοδαρμένο Μυλοπόταμο, που τον έχω προλάβει με ολοστρόγγυλα μεγάλα βότσαλα, πριν τον αποψιλώσουν οι φυσιολάτρες της κακιάς ώρας.

Η Τσαγκαράδα είναι το χωριό των παιδικών μου χρόνων και δεν υπάρχει περίπτωση να μην πιω τον καφέ μου κάτω από το τεράστιο πλατάνι της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, όπου κάποτε σκαρφαλώναμε με λύσσα, κάτι που εξακολουθούν να κάνουν όλα τα πιτσιρίκια. Εδώ θα πάρω πάντα και γλυκό του κουταλιού: απίθανο φιρίκι και καρυδάκι εκτός συναγωνισμού. Οι Μηλιές και η Βυζίτσα είναι διπλανά χωριά που αλληλοσυμπληρώνονται.

Στις Μηλιές θα βρείτε ωραία all day στέκια με καλή μουσική -το ένα ανήκει στην Τάνια Τσανακλίδου-, θα περπατήσετε μέχρι το σταθμό που καταλήγει ο «μουντζούρης» που έρχεται από τα Άνω Λεχώνια, μια διαδρομή που αξίζει να κάνετε, ενώ επιβάλλεται μια επίσκεψη στον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και την ιστορική Βιβλιοθήκη του χωριού.

Η Βυζίτσα έχει εντυπωσιακά αρχοντικά που τα περισσότερα λειτουργούν σαν ξενώνες και η διαμονή εκεί θα σας ταξιδέψει στο χρόνο, ενώ όμορφη είναι και η καταπράσινη κεντρική της πλατεία.

Ο Λαύκος είναι άλλο ένα χωριό που προτιμάμε, αν και αρχικά αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Βρίσκεται στο νότιο Πήλιο, αγναντεύει τον Παγασητικό και έχει μια από τις πιο γοητευτικές πλατείες του βουνού. Εδώ υπάρχει το καφενείο-κουρείο του Εμμανουήλ Φορλίδα, που λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1785. Στον πρώτο όροφο που παλαιότερα ήταν χάνι, είχαν φιλοξενηθεί ο Παπαδιαμάντης και ο Βάρναλης, που υπηρέτησε ως λυκειάρχης στην κοντινή Αργαλαστή.

Από τον Λαύκο κατάγεται ο ζωγράφος και γλύπτης Θανάσης Φάμπας, έργα του οποίου φιλοξενούνται στο Φάμπειο Μουσείο, κοντά στην πλατεία.

Οι διακοπές στο Πήλιο δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένες, χωρίς μια νύχτα με τσίπουρα στην πλατεία του Αγίου Λαυρεντίου, που μοιάζει σαν ψεύτικη. Καθίστε σε ένα από τα αυθεντικά παραδοσιακά καφενεία και θα δείτε με κάθε τσίπουρο να καταφτάνει και ένας διαφορετικός μεζές, όλο και πιο «σοβαρός» όσο τα καραφάκια αυξάνονται.

Αν μείνετε στο χωριό, δε χρειάζεται να ανησυχείτε. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι μετακινήσεις γίνονται με τα πόδια.