Οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να φθάσουν το 2018 στο υψηλότερο σημείο τους στην ιστορία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Προγράμματος Άνθρακα (Global Carbon Project).

Η προβλεπόμενη αύξησή τους κατά 2,7% φέτος έναντι του 2017 είναι η δεύτερη συνεχόμενη μετά το 2017 (1,6%), ενώ αντίθετα μεταξύ 2014-14 η αύξηση στις εκπομπές άνθρακα ήταν ελάχιστη έως μηδενική.

Με άλλα λόγια, όσοι νόμιζαν ότι η αύξηση του 2017 ήταν πρόσκαιρη, δυστυχώς διαψεύσθηκαν, καθώς φαίνεται ότι η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε ένα νέο ανοδικό κύκλο των εκπομπών άνθρακα.

Ήδη για το 2019 προβλέπεται περαιτέρω αύξησή τους. Για το 2018 υπάρχει μάλιστα αβεβαιότητα, καθώς η αύξηση των εκπομπών μπορεί να φθάσει ακόμη και το 3,7%.

Οι εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων διεθνώς (οι οποίες αποτελούν περίπου το 90% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών) αναμένεται να φθάσουν τους 37,1 δισεκατομμύρια τόνους το 2018.

Αν προστεθούν οι εκπομπές από άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες, οι συνολικές εκπομπές άνθρακα θα φθάσουν περίπου τους 41,5 δισ. τόνους έως το τέλος του έτους.

Οι μέσες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αναμένονται να φθάσουν τα 407 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) το 2018, από 405 ppm το 2017, κατά 45% αυξημένες έναντι των προβιομηχανικών επιπέδων.

Η άνοδος των εκπομπών οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ενεργειακή ζήτηση, καθώς σχεδόν όλες οι οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης, με συνέπεια για δεύτερο έτος να σημειωθεί το 2018 αύξηση στη χρήση άνθρακα (λιγνίτη κ.ά.), καθώς επίσης πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Αυτό έχει συνέπεια να εμφανισθεί ξανά η παράλληλη ανοδική τάση της ανάπτυξης και της ρύπανσης της ατμόσφαιρας.

Η παγκόσμια χρήση άνθρακα είχε φθάσει στο μέγιστό σημείο της το 2013 και σήμερα είναι περίπου 3% χαμηλότερη, αλλά αν η νέα ανοδική τάση συνεχιστεί, ιδίως στην Κίνα και στην Ινδία (αύξηση 4,5% και 7% αντίστοιχα φέτος), μπορεί να υπάρξει ένα νέο ρεκόρ στο σύντομο μέλλον.

Η χρήση πετρελαίου συνεχίζει να αυξάνεται σχεδόν παντού (και στην Ευρώπη), με τον τομέα οδικών και αεροπορικών μεταφορών να συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό.

Οι δέκα μεγαλύτεροι ρυπαντές είναι κατά σειρά η Κίνα (27% των παγκόσμιων ρύπων και αύξηση περίπου 4,7% φέτος), οι ΗΠΑ (15% των παγκόσμιων ρύπων και φετινή αύξηση 2,5%, μετά από αρκετά έτη μείωσής τους), η Ινδία, η Ρωσία, η Ιαπωνία, η Γερμανία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Νότια Κορέα και ο Καναδάς.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαία οντότητα, καταλαμβάνει την τρίτη θέση (10% των παγκόσμιων ρύπων και μικρή αναμενόμενη μείωση 0,7% φέτος). Οι εκπομπές της ΕΕ κινούνται ακόμη κοντά στα επίπεδα του 2014.

Η Ελλάδα κατείχε πέρυσι την 47η θέση στον κατάλογο εκπομπών από την καύση ορυκτών καυσίμων.

Το 2017 εξέπεμψε 76 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, έναντι 71,4 εκατ. τόνων το 2016, 75 εκατ. τόνων το 2015 και 78,7 εκατ. τόνων το 2014.

Στη δεκαετία του 2000 η χώρα μας είχε κάθε χρόνο εκπομπές άνω των 103 εκατ. τόνων, με αποκορύφωμα το 2007 (114,6 εκατ. τόνοι), ενώ το 2010 -λόγω και της κρίσης- οι εκπομπές υποχώρησαν πλέον στους 97,3 εκατ. τόνους.

Παρόλο που τα δυσάρεστα νέα συμπίπτουν με τη διεθνή Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή στο Κατοβίτσε της Πολωνίας, οι ερευνητές, που έκαναν σχετικές δημοσιεύσεις στα περιοδικά “Nature”, “Earth System Science Data” και “Environmental Research Letters”, δήλωσαν ότι, καθώς οι ενεργειακές τάσεις συνεχώς αλλάζουν, υπάρχει ακόμη κάποιος χρόνος για να αντιμετωπισθεί η κλιματική αλλαγή, αρκεί οι προσπάθειες για την μείωση των εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου» να επεκταθούν σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

«Βλέπουμε ξανά μια ισχυρή αύξηση στις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου. Μετά και τη φετινή αύξηση, δεν φαίνεται στον ορίζοντα πότε θα έχουμε φθάσει στο αποκορύφωμά τους, ώστε μετά να αρχίσει η αναγκαία ταχεία μείωσή τους.

Για να περιορίσουμε την παγκόσμια υπερθέρμανση στο στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού έως ενάμιση βαθμό Κελσίου, οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν κατά 50% έως το 2030 και να πέσουν στο μηδέν γύρω στο 2050», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Κορίν Λε Κερ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας.

Παρόλο που οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας (αιολική, ηλιακή κ.ά.) συνεχώς κερδίζουν έδαφος διεθνώς, καθώς επίσης και η ηλεκτροκίνηση των οχημάτων, δεν είναι ακόμη σε θέση, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αναστρέψουν τις παγκόσμιες αυξητικές τάσεις των εκπομπών άνθρακα.

Η παραγωγή «πράσινου» ηλεκτρισμού αυξάνεται κατά την τελευταία δεκαετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 15%, ο οποίος όμως δεν είναι επαρκής για να αντισταθμίσει την αύξηση της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

«Τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να υποκατασταθούν από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Μέχρι στιγμής, αυτό συμβαίνει εν μέρει για τον άνθρακα, αλλά όχι για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο», δήλωσε ο επικεφαλής επιστήμονας του Παγκόσμιου Προγράμματος Άνθρακα, καθηγητής Ρομπ Τζάκσον του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια.

Από την άλλη, είναι ενθαρρυντικό ότι κατά την τελευταία δεκαετία υπήρξαν 19 χώρες που κατάφεραν για μεγάλα διαστήματα να αποσυνδέσουν την οικονομική ανάπτυξή τους από τις συνεχώς αυξανόμενες εκπομπές άνθρακα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορούμε να έχουμε οικονομική ανάπτυξη με λιγότερες εκπομπές άνθρακα», δήλωσε η Λε Κερ.