Τις δεκαετίες του ’50 και του ‘60 η μοντέρνα ξένη μουσική ήταν άγνωστο άκουσμα για το ελληνικό κρατικό ραδιόφωνο. Ιδιωτικοί σταθμοί δεν υπήρχαν, ενώ η μόνη συχνότητα που έπαιζε μουσική από την άλλη άκρη του Ατλαντικού ήταν αυτή του σταθμού της Αμερικανικής Βάσης που εξέπεμπε από το Ελληνικό.

Ήταν μία εποχή που η Ελλάδα «κατακλυζόταν από μπουζούκια». Στα κρατικά ερτζιανά κύματα εξέπεμπαν «σοβαρά» λαϊκά ακούσματα και ως εξαίρεση «αναγνωρισμένη» ελαφρά μουσική.

Το Ροκ ‘ν’ Ρολ θεωρούταν ξενόφερτο είδος και οι διεθνείς επιτυχίες που παρέκκλιναν έστω και λίγο από τους πατροπαράδοτους ήχους, δεν είχαν τύχη να ακουστούν. Τα συντηρητικά καθεστώτα της εποχής είχαν την άποψη ότι οι ξενόφερτες μουσικές διέφθειραν και αλλοίωναν τον χαρακτήρα των νέων. Ωστόσο, αυτή η ακραία καλλιτεχνική λογοκρισία συντέλεσε στη γέννηση ενός νέου φαινομένου.

Οι πρώτοι ραδιοπειρατές  ήρθαν να ταράξουν τις συχνότητες. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, το ραδιόφωνο στην Ελλάδα ήταν μονοπώλιο του κράτους. Οι πειρατές των τρανζίστορ Η ραδιοπειρατεία δεν αποτέλεσε ελληνικό φαινόμενο. Στην Ευρώπη οι πρώτοι ραδιοπειρατές εμφανίστηκαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου, όταν αναπτύχθηκαν και οι τεχνικές των παράνομων μεταδόσεων.

Στην Ελλάδα εξέπεμψαν μόλις στις αρχές της δεκαετίας του΄60. Οι πρωτοπόροι ήταν κυρίως νέοι και φοιτητές, οι οποίοι είχαν την τεχνογνωσία και πήραν το ρίσκο να στήσουν μία μικρή ραδιοφωνική βάση μέσα στο σπίτι τους.

Έτσι θα μπορούσαν να παίζουν, έστω και παράνομα, τα τραγούδια της επιλογής τους. Μέχρι τα μέσα του ’60, η ραδιοπειρατεία είχε εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που κάθε γειτονιά είχε και τον «πειρατή» της.

Τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν ήταν ευφάνταστα: «Ραδιοεξερευνητής», «Κατεψυγμένα Ηλεκτρόνια», «Ράδιο Βίκινγκς», «Κάρλος Σαντάνα». Οι παράτυποι δαμαστές των ερτζιανών κυμάτων ήθελαν να προσελκύουν όσο το δυνατόν περισσότερους ακροατές και να αποκτούν φανατικό κοινό. Οικονομικά οφέλη δεν υπήρχαν, αντίθετα πολύ συχνά «έμπαιναν μέσα» για να αγοράσουν τον πανάκριβο εξοπλισμό.

Τα οφέλη ήταν άλλου είδους. Πολλοί βρήκαν τον έρωτα μέσα από το ραδιόφωνο. Στους κύκλους της νεολαίας, υπήρχε ένας θαυμασμός για τους «επαναστάτες» που πήγαιναν κόντρα στο κατεστημένο. Το μυστήριο που απέπνεαν, οι βαθιές καλλιτεχνικές τους ανησυχίες και η αντισυμβατικότητα ήταν στοιχεία-μαγνήτης για το αντίθετο φύλο.

Όμως και απλοί ακροατές, συνήθιζαν να στέλνουν μηνύματα στο ταίρι τους μέσω των σταθμών και να αφιερώνουν τραγούδια. Κι όταν η ώρα των αφιερώσεων τελείωνε, οι ραδιοπειρατές συνομιλούσαν μεταξύ τους, συνήθως για να μοιραστούν τεχνικές γνώσεις και νέες πατέντες. Οι ραδιοπειρατές ήταν κυρίως φοιτητές με τεχνικές γνώσεις.

Ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν τα ραδιογωνιόμετρα Διώξεις και συλλήψεις Μετά τα πρώτα χρόνια, οι αναρίθμητοι ραδιοερασιτέχνες άρχισαν να ενοχλούν τις αρχές, με αποτέλεσμα η αστυνομία να επιστρατεύσει τα «μεγάλα μέσα». Κινητά ραδιογωνιόμετρα που σάρωναν τις ύποπτες γειτονιές για τον εντοπισμό σταθμών εκπομπής παράνομου σήματος.

Η συσκευή είχε χρήση στη ναυτιλία για τον προσδιορισμό της θέσης (στίγματος) του πλοίου. Έτσι το ραδιοναυτιλιακό βοήθημα έγινε ξαφνικά ο εφιάλτης των ραδιοπειρατών στην στεριά. Τόσο στην Αθήνα, όσο και στις άλλες μεγάλες πόλεις ξεκίνησαν οι διώξεις. Ενδελεχείς έρευνες, ανακρίσεις, έφοδοι σε σπίτια και συλλήψεις. Οι περισσότερες βέβαια ήταν «καρφωτές», λένε οι ραδιοπειρατές του τότε.

Όσοι από τους δράστες ήταν ανήλικοι δεν παραπέμπονταν σε δίκη. Ξαφνικά το χόμπι των μουσικόφιλων επαναστατών είχε γίνει επικίνδυνο. Αναγκάστηκαν να γίνουν πιο προσεκτικοί και να βρουν καινούριες μεθόδους για να μη γίνονται αντιληπτοί.

Κάθε ραδιοπειρατής που σεβόταν τον εαυτό του φρόντιζε πλέον να έχει εφεδρικό πομπό και εύκολο τρόπο διαφυγής σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας. Ο εξοπλισμός έπρεπε να αποσυναρμολογείται γρήγορα και να μετακινείται με ευκολία.

Υπήρχαν «τσιλιαδόροι», ενώ οι ραδιοερασιτέχνες άλλαζαν συχνότητες ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να μην ανιχνεύονται. Ο ραδιοφωνικός εξοπλισμός ήταν ακριβός και οι πατέντες των πειρατών ευφάνταστες. Τα ραδιογωνιόμετρα όμως τους εντόπιζαν με κινητές περιπολίες. Έτσι, παρά τον γενικότερο φόβο που επικράτησε, το φαινόμενο της ραδιοπειρατείας δεν εξαφανίστηκε.

Το τέλος μιας εποχής

Την ραδιοπειρατεία δεν την εξάλειψαν οι διώξεις, αλλά η νομιμοποίηση του ελεύθερου ραδιοφώνου. Τη δεκαετία του ΄80 το τοπίο στις ραδιοσυχνότητες άλλαξε σταδιακά.

Εμφανίστηκαν ραδιοσταθμοί με κανονικό πρόγραμμα, καθώς και οι πρώτοι δημοτικοί σταθμοί, αν και χωρίς άδεια ακόμα. Από τους πιο γνωστούς ήταν το ΡΑΔΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑ.

«Ήταν το πρώτο δημοτικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα 20 χρόνια πριν. Το ραδιόφωνο αυτό ήταν μία επανάσταση. Το άκουγε όλη η πόλη, με ζωντανές κοινωνικές εκπομπές, ρεπορτάζ, κοινωνικά θέματα, αλλά και δεκάδες πιτσιρικάδες να περιμένουν στην ουρά με τα δισκάκια τους διεκδικώντας μία εκπομπή», λέει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Ρουμελιώτης, ιδρυτής του ραδιοφωνικού τολμήματος.

Το πρώτο δημοτικό ραδιόφωνο της Αθήνας εξέπεμψε μερικά χρόνια αργότερα. Παρά την έντονη αντίθεση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, οι φωνές των «επαναστατημένων» που ζητούσαν την οριστική και επίσημη άρση της απαγόρευσης, ακούγονταν πιο δυνατά.

Την άνοιξη του ’87 το αίτημά τους εν μέρει ικανοποιήθηκε. Στις 31 Μαΐου του 1987, ο «ΑΘΗΝΑ 9,84» σήμανε την αρχή της ελεύθερης ραδιοφωνίας αλλά σήμανε το τέλος των ρομαντικών ραδιοπειρατών….