«Ο ηλίθιος θεωρεί τον εαυτό του σοφό, αλλά ο σοφός θεωρεί τον εαυτό του ηλίθιο», έγραφε ο Σαίξπηρ, τετρακόσια πενήντα χρόνια πριν. Το 1999, η διαπίστωση του Άγγλου ποιητή, συγγραφέα και δραματουργού, ονομάστηκε «φαινόμενο Ντάνινγκ – Κρούγκερ».
Πρόκειται για μία γνωστική προκατάληψη, στην οποία τα άτομα περιορισμένων δεξιοτήτων, αποκτούν μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας, αξιολογώντας λανθασμένα τις ικανότητες και τις γνώσεις τους. Εκτιμούν ότι είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι πραγματικά είναι.
Το «φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ» Ψυχολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι μάλλον δεν είμαστε πολύ καλοί στην ακριβή αξιολόγηση του εαυτού μας. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές υπερεκτιμούμε τις ικανότητές μας.
Το γεγονός αυτό, οι ερευνητές το ονομάζουν «φαινόμενο Ντάνινγκ – Κρούγκερ». Μηχανικοί λογισμικού δύο εταιρειών καλέστηκαν να αξιολογήσουν την απόδοσή τους. Το 32% στη μία εταιρεία και το 42% στην άλλη, τοποθέτησαν τον εαυτό τους στο κορυφαίο 5%. Άλλη παρόμοια έρευνα, έδειξε ότι το 88% των Αμερικανών οδηγών θεωρούν τις οδηγητικές τους ικανότητες πάνω του μέσου όρου.
To φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ. Πρόκειται για μία γνωστική προκατάληψη, στην οποία τα άτομα περιορισμένων δεξιοτήτων, αποκτούν μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας, αξιολογώντας λανθασμένα τις ικανότητες και τις γνώσεις τους.
Από την άλλη, πολλοί ειδικοί σε έναν τομέα, τείνουν να υποτιμούν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους ή πιστεύουν ότι και οι άλλοι γύρω τους βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο. Αυτό συμβαίνει επειδή, οι γνώσεις τους για ένα θέμα ολοένα και αυξάνονται με συνέπεια να συνειδητοποιούν πόσα πολλά έχουν ακόμα να μάθουν.
Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι συνηθίζουν να αυτοαξιολογούνται ως καλύτεροι από τους άλλους σε τομείς όπως η υγεία, οι ηγετικές ικανότητες και η ηθική. Άτομα που αποδεδειγμένα υστερούν στη λογική σκέψη, τη γραμματική, τις οικονομικές γνώσεις, τα μαθηματικά, τη συναισθηματική νοημοσύνη, τη διεξαγωγή ιατρικών τεστ σε εργαστήριο και το σκάκι, τείνουν να πιστεύουν ότι οι γνώσεις τους αγγίζουν το επίπεδο των ειδικών. Ισχύει για όλους αυτή η θεωρία;
Τον Οκτώβριο του 1999, ο Καναδός καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Αγγλίας, Στιβ Χάιν και οι συνάδελφοί του, χαρακτήρισαν το φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ ως «Δυτικό».
Συγκεκριμένα είχαν πει: Καθώς η δυτική κοινωνία γίνεται πιο ατομικιστική, η επιτυχημένη ζωή εξισώνεται με την υψηλή αυτοεκτίμηση Ο Χάιν χρησιμοποίησε το παράδειγμα των κατοίκων της Ανατολικής Ασίας, στους οποίους η αυτοβελτίωση και η αυτοκριτική στάση, τους βοηθά να διατηρήσουν το «στάτους» τους.
Το κόστος, βέβαια, είναι ότι δεν αισθάνονται τόσο καλά για τον εαυτό τους. Ο Καναδός καθηγητής εξήγησε πως επειδή οι άνθρωποι σε αυτούς τους πολιτισμούς έχουν διαφορετικά κίνητρα, κάνουν πολύ διαφορετικές επιλογές. Εάν, παραδείγματος χάριν, οι Αμερικανοί αντιληφθούν ότι δεν τα πηγαίνουν καλά σε κάτι, θα αναζητήσουν κάτι άλλο. Οι Ανατολικοί Ασιάτες, ωστόσο, βλέπουν μια κακή απόδοση ως πρόσκληση για να προσπαθήσουν να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο.
Επομένως, το «φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ», διαφοροποιείται ανάλογα τα πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριτικά κάθε χώρας και πολιτισμού. Η ανακάλυψη του φαινομένουΤο πρωί της 19ης Απριλίου του 1995, στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ, ο 44χρονος Μακ Άρθουρ Γουίλερ συνελήφθη για τη ληστεία δύο τραπεζών.
Ο ίδιος είχε αλείψει το πρόσωπό του με χυμό λεμονιού και πίστευε πως έχει πετύχει το τέλειο καμουφλάζ. Είχε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι εφόσον ο χυμός λεμονιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αόρατο μελάνι, θα μπορούσε να τον κάνει αόρατο! Και το υποστήριζε ακόμα και την ώρα της σύλληψής του. Μόλις διάβασε την είδηση της περίεργης ληστείας, ο καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ, Ντέιβιντ Ντάνινγκ, αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν ορισμένοι άνθρωποι να εμφανίζονται βέβαιοι για πράγματα, για τα οποία δεν γνωρίζουν τίποτα.
Αποφάσισε να το ερευνήσει. Επιστράτευσε τον μεταπτυχιακό φοιτητή Τζάστιν Κρούγκερ και μαζί προχώρησαν σε ένα πείραμα. Ζήτησαν από προπτυχιακούς φοιτητές Ψυχολογίας να συμπληρώσουν κάποια τεστ γραμματικής, λογικής και χιούμορ και κατόπιν να εκτιμήσουν πώς τα πήγαν.
Οι φοιτητές που ήταν να πάρουν Δ΄ και Ε΄ νόμιζαν ότι είχαν δώσει εργασία με βαθμό Β΄ ή καλύτερο, ενώ όσοι τα είχαν πάει καλά, αξιολογούσαν τον εαυτό τους με χαμηλότερο βαθμό. Ουσιαστικά, οι φοιτητές με τις χαμηλότερες βαθμολογίες υπερεκτίμησαν τις επιδόσεις τους, ενώ οι φοιτητές με τις υψηλότερες βαθμολογίες υποτίμησαν τους εαυτούς τους.
Όπως παρατήρησαν οι Ντάνινγκ και Κρούγκερ, σε μελέτη που εξέδωσαν το 1999, για να ξέρει κανείς πόσο καλά τα πήγε σε ένα τεστ γραμματικής, πρέπει να ξέρει γραμματική. Όσοι δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις δεν μπορούσαν να αξιολογήσουν τις γνώσεις τους. Η θεωρία έμεινε γνωστή ως «φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ».
Το 2000 απονεμήθηκε στους ερευνητές το βραβείο Νόμπελ Ψυχολογίας, στην τελετή των σατυρικών βραβείων Νόμπελ Ig, για την έκθεσή τους: «Ανειδίκευτοι που δεν γνωρίζουν την ανικανότητά τους: Πώς οι δυσκολίες στην αναγνώριση της αδυναμίας κάποιου, οδηγούν σε «φουσκωμένες» αυτοαξιολογήσεις.
Υπάρχει λύση; Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ υποστήριξαν σε δεύτερο χρόνο, ότι τα άτομα που υστερούν σε γνώση και ικανότητα σε κάποιο θέμα, υποφέρουν από μια «διπλή κατάρα». Πρώτον, κάνουν λάθη και προχωρούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις.
Δεύτερον, δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν τα λάθη τους, λόγω των γνωστικών τους κενών. Υπάρχει όμως λύση; Αφού το φαινόμενο Ντάνινγκ – Κρούγκερ είναι αόρατο σε αυτούς που το βιώνουν, πως μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο καλοί είμαστε σε κάτι;
Μυστική συνταγή η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει. Ωστόσο, αρκεί να ζητήσουμε και να δεχτούμε μία κριτική, καθώς επίσης και να συνεχίσουμε να μαθαίνουμε.
Όσο περισσότερες γνώσεις αποκτούμε σε ένα συγκεκριμένο θέμα, τόσο συνειδητοποιούμε πόσο πολύπλοκο είναι και τόσο ελαττώνονται οι πιθανότητες να νομίζουμε τους εαυτούς μας ως «φωτεινούς παντογνώστες».