Μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση των τριμερών διαπραγματεύσεων για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο, η Ευρώπη δεσμεύεται πλέον και νομικά να εκπέμπει μόνο όσα αέρια του θερμοκηπίου μπορεί να απορροφά ως το 2050.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τελευταία 30 χρόνια καταφέραμε να μειώσουμε τις καθαρές εκπομπές στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά μόλις 25%, συνειδητοποιεί πόσο μεγάλη είναι η πρόκληση του μηδενισμού τους τα επόμενα 30 χρόνια.
Για να έχουμε σοβαρές πιθανότητες να πετύχουμε αυτόν τον υπαρξιακής σημασίας στόχο της κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050, απαιτούνται προσεκτικά και καλά ελεγχόμενα ενδιάμεσα βήματα και στρατηγικές.
Τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αποτελούν μια τέτοια ενδιάμεση στρατηγική για την άσκηση της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής των κρατών μελών της ΕΕ-27 ως το 2030.
Τον Δεκέμβριο του 2019 η Ελλάδα όπως και υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ-27, κατέθεσε το δικό της ΕΣΕΚ, το οποίο μάλιστα, στα περισσότερα σημεία του, αποτελούσε σημαντική βελτίωση σε σχέση με το προσχέδιο που είχε κατατεθεί την προηγούμενη χρονιά.
Ο ευρωπαϊκός Κανονισμός για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης (2018/1999) προβλέπει την αναθεώρηση των ΕΣΕΚ έως το 2023.
Ωστόσο οι τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη άμεσης αναθεώρησης του ΕΣΕΚ της χώρας μας.
1. Ο νέος πανευρωπαϊκός κλιματικός στόχος για τουλάχιστον 55% μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 είναι πλέον πραγματικότητα.
Το τρέχον ΕΣΕΚ είναι συμβατό μόνο με τον προηγούμενο, πολύ χαμηλότερης φιλοδοξίας κλιματικό στόχο της ΕΕ-27 για μείωση εκπομπών κατά 40% το 2030. Ειδικότερα, η Ελλάδα ως τώρα δεσμεύεται για μείωση εκπομπών κατά μόλις 42% το 2030 σε σχέση με το 1990.
2. Αύξηση των στόχων ΑΠΕ, ενεργειακής εξοικονόμησης, και αποθήκευσης ενέργειας.
Ο νέος κλιματικός στόχος του 55% έχει καταιγιστικές συνέπειες σχεδόν στο σύνολο της ευρωπαϊκής κλιματικής και ενεργειακής νομοθεσίας, η αναθεώρηση της οποίας ξεκινά σε λίγες εβδομάδες (Ιούνιος 2021).
Μεταξύ άλλων, η αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας απαιτεί και μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ. Ειδικά για την Ελλάδα, η ανάλυση του ΕΜΠ η οποία εξετάζει τα ίδια ακριβώς σενάρια που περιλάμβανε η μελέτη επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον στόχο του 55%, δείχνει ότι για να καταστεί η Ελλάδα συμβατή με τον νέο ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο απαιτείται διείσδυση ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ 83% και 88% ως το 2030.
Η ίδια ανάλυση εκτιμά επίσης ότι απαιτούνται σημαντικά μεγαλύτερη ενεργειακή εξοικονόμηση ειδικά στα κτίρια καθώς και ανάπτυξη περισσότερο από 3 GW νέας αποθηκευτικής ισχύος ώστε να υποστηριχθεί η αυξημένη διείσδυση αιολικών και φωτοβολταϊκών στο σύστημα.
Οι αντίστοιχοι στόχοι στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ είναι κατά πολύ χαμηλότεροι (61% ΑΠΕ και 1,5-2 GW αποθήκευσης).
Καθώς οι δυνατότητες ανάπτυξης νέων συστημάτων αντλησιοταμίευσης είναι περιορισμένες, κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί να αξιοποιηθούν και άλλες τεχνολογίες όπως αυτές της θερμικής αποθήκευσης και του υδρογόνου πριν το 2030, σε αντίθεση με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ που προκρίνει μόνο αντλησιοταμίευση και συσσωρευτές.
3. Περιορισμός του ρόλου του ορυκτού αερίου.
Σε ένα ενεργειακό σύστημα με διείσδυση ΑΠΕ της τάξης του 85% είναι προφανές ότι το ορυκτό αέριο δεν μπορεί να συνεισφέρει το 30% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως προβλέπει το υφιστάμενο ΕΣΕΚ. Συνεπώς, πρέπει να υπολογιστεί νέα, σαφώς πιο περιορισμένη συμμετοχή του στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Επιπλέον, πρέπει να ματαιωθούν τα έργα για 7 νέες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο το ορυκτό αέριο συνολικής ισχύος 4,3 GW σύμφωνα με το δεκαετές σχέδιο προγράμματος ανάπτυξης του ΕΣΜΗΕ και τις πρόσφατεςανακοινώσεις της ΔΕΗ σε σχέση με το μεταλιγνιτικό μέλλον της Πτολεμαΐδας 5.
Η ισχύς αυτή υπερβαίνει κατά 2,5 φορές ακόμα και τις προβλέψεις του υφιστάμενου ΕΣΕΚ για 1,7 GW νέας ισχύος μονάδων ορυκτού αερίου επιπλέον των 5,2 GW που υπάρχουν ήδη σήμερα.
4. Η εκτόξευση των τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ενέργειας οδηγεί τους αναλυτές της αγοράς σε πλήρη αναθεώρηση των προβλέψεων τους. Πρόσφατη σύνοψη του Carbon Pulse δείχνει ότι ο μέσος όρος των προβλέψεων των αναλυτών για το 2030 είναι 86,4 ευρώ ο τόνος.
Από την άλλη μεριά, το σενάριο εξέλιξης των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών που περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ και χρησιμοποιήθηκε στις σχετικές προσομοιώσεις θεωρεί ότι ο ένας τόνος CO2 θα κοστίζει 31,2 ευρώ το 2030, τιμή η οποία έχει ξεπεραστεί προ πολλού από τη σημερινή πραγματικότητα, καθώς πλέον το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών υπερβαίνει τα 46 ευρώ τον τόνο.
5. Η ραγδαία απολιγνιτοποίηση και η Πτολεμαΐδα 5.
Οι κλιμακούμενες τιμές CO2 αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την δραστική μείωση της χρήσης λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή.
Έτσι το 2020 «έκλεισε» με λιγνιτική παραγωγή μόλις 5,7 TWh έναντι 8,1 TWh που προέβλεπε το ΕΣΕΚ για την ίδια χρονιά, μια απόκλιση της τάξης του 30%. Η πλέον σημαντική εξέλιξη όμως είναι η πρόσφατη ανακοίνωση της ΔΕΗ ότι η υπό κατασκευή νέα λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα 5» θα αλλάξει τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής ως το 2025, τρία χρόνια νωρίτερα από τον προηγούμενο προγραμματισμό.
Σύμφωνα με το τρέχον ΕΣΕΚ η νέα λιγνιτική μονάδα θα λειτουργούσε πρακτικά στο μέγιστο των δυνατοτήτων της προσφέροντας περίπου 4,5 TWh ηλεκτρικής ενέργειας κάθε χρόνο την περίοδο 2023-2028.
Με βάση την απόφαση αυτή, τους χρόνους που απαιτούνται τόσο για την κατασκευή όσο και για την αδειοδότηση μιας νέας ενεργειακής υποδομής, είναι αμφίβολο αν η νέα μονάδα, η οποία προγραμματίζεται να ενταχθεί στο σύστημα στο τέλος του 2022, θα λειτουργήσει ως λιγνιτική έστω και ως το 2025.
6. Ματαίωση εξορύξεων υδρογονανθράκων.
Η μία μετά την άλλη οι εταιρίες υδρογονανθράκων εγκαταλείπουν τις δραστηριότητες εξόρυξης τους στη χώρα λόγω της μεγάλης πράσινης στροφής που συντελείται παγκοσμίως.
Ο ίδιος ο υπουργός εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης Ν. Δένδιας αναγνώρισε πρόσφατα ότι το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και ότι η Ελλάδα «δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο».
Ωστόσο, το υφιστάμενο ΕΣΕΚ περιέχει εκτενείς αναφορές στα σχέδια εξόρυξης πετρελαίου και αερίου και μάλιστα βασίζεται στα εγχώρια κοιτάσματα ορυκτού αερίου «ώστε σταδιακά να μπορεί είτε να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης (5-8 BCM/ ανά έτος) είτε να εξάγει στις γειτονικές χώρες».
Είναι λοιπόν προφανές ότι το εγχείρημα της εξόρυξης υδρογονανθράκων, το οποίο αποτέλεσε ένα ατεκμηρίωτο μεγαλεπήβολο διακομματικό δόγμα κατά την τελευταία δεκαετία, χρειάζεται να εξαλειφθεί από το ΕΣΕΚ.
Με το νέο ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τον νέο Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης η Ελλάδα έχει πλέον στη διάθεσή της οικονομικούς πόρους πρωτοφανούς ύψους, οι οποίοι, αν αξιοποιηθούν σωστά, μπορούν να στρέψουν όλους τους τομείς της οικονομίας σε πραγματικά βιώσιμη κατεύθυνση στον δρόμο προς την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας.
Αυτό όμως που δεν έχει, είναι ένα ΕΣΕΚ το οποίο να ενσωματώνει τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα σε Ευρώπη και Ελλάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και να κατευθύνει την ενεργειακή και κλιματική πολιτική της χώρας στην κρίσιμη δεκαετία που διανύουμε.