Πολιορκημένο από ένα μαζικό κύμα ρευστοποιήσεων το Χρηματιστήριο Αθηνών ολοκλήρωσε τη δεύτερη χειρότερη συνεδρίασή του για το 2022 και το -6,24% που σημείωσε στις 24 Φεβρουαρίου την ημέρα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Ο Γενικός Δείκτης βυθίστηκε κατά 4,60% και στις 822,84 μονάδες χάνοντας σχεδόν 40 μονάδες από τις 862 μονάδες του κλεισίματος της περασμένης Παρασκευής, στην οποία συνεδρίαση υπενθυμίζεται ότι έχασε 2,72%.
Από πολύ νωρίς στη σημερινή συνεδρίαση το ελληνικό χρηματιστήριο έπεσε υπό του 4% και στιγμιαία προσπάθησε να περιορίσει το εύρος των απωλειών, ανεπιτυχώς όπως αποδείχθηκε.
Το χαμηλό ημέρας καταγράφηκε στις 818,56 μονάδες (το υψηλό σημειώθηκε στις 854,05 μονάδες στο άνοιγμα της συνεδρίασης), ένα επίπεδο που φέρνει πολύ κοντά τις 800 μονάδες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 6 Ιουνίου ο Γενικός Δείκτης έκλεισε στις 900 μονάδες και μετά από μόλις πέντε συνεδριάσεις, βλέπει πιο κοντά τις 800 μονάδες.
Να σημειωθεί επίσης ότι οι 822 μονάδες απέχουν μόλις μία μονάδα από 821 μονάδες από τα χαμηλότερα επίπεδα του έτους στις 4 Μαρτίου. Το χαμηλό για το 2022 έχει καταγραφεί στις 8 Μαρτίου στις 789,66 μονάδες, ωστόσο στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση με ένα +4,22% ανέβηκε ξανά στις 822,97 μονάδες.
Ο τζίρος διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα και στα 114 εκατ. ευρώ, ωστόσο αφορούσε εντολές πώλησης, με τον όγκο συναλλαγών να διαμορφώνεται σχεδόν στα 40 εκατ. τεμάχια
Ο Δείκτης Υψηλής Κεφαλαιοποίησης ήταν χαμένος κατά 4,69% και ο Mid Cap κατά 4,75%.
Ο δείκτης των τραπεζών έπαθε καθίζηση κατά 6,34%, όπως και ο τεχνολογικός με απώλειες της τάξεως του 6,90%.
Από τις μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης τη χειρότερη επίδοση σημείωσαν αυτή της Εθνικής (-7,15%) και της Mytilineos (-7,03%), ενώ υπό του -6% βρέθηκαν οι μετοχές των Quest, ΟΤΕ και Πειραιώς.
Alpha Bank και Eurobank πλησίον του -6% υποχωρώντας κατά 5,94% και 5,88% αντίστοιχα, Σαράντης (-5,88%), Lamda (-5,53%), ΔΕΗ (-5,32%) και ΑΔΜΗΕ (-5,07%) επίσης δέχθηκαν ισχυρότατο πλήγμα.
Η σημερινή εικόνα
Το σημερινό sell-off δεν καταγράφηκε μόνο στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και σε αυτή των κρατικών ομολόγων.
Η απόδοση του ελληνικού κρατικού δεκαετούς τίτλου αναπήδησε έως στο 4,71%, σε υψηλό από τις 8 Ιουνίου του 2018 για να περιορισθεί στη συνέχεια στο 4,63%.
Το spread της απόδοσης της ελληνικής δεκαετίας έναντι του αντίστοιχου γερμανικού bund έχει ανοίξει στις 294 μονάδες και σε ένα υψηλό από τις 5 Φεβρουαρίου του 2018.
Χθες στις διεθνείς αγορές επικράτησε ένα μαζικό sell-off. Στη Wall Street, ο δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης και δείκτης βαρόμετρο για το παγκόσμιο επιχειρείν, S&P 500, εισήλθε σε bear market (απώλειες ίσες ή περισσότερες του 20% από το τελευταίο υψηλό σε διάστημα 12 μηνών, εν προκειμένω από το ιστορικό του υψηλό τον περασμένο Ιανουάριο), εκεί που βρίσκεται ήδη ο τεχνολογικός Nasdaq.
Σήμερα στην Ευρώπη στο αρχικό στάδιο της συνεδρίασης τα χρηματιστήρια κινήθηκαν ανοδικά, στη συνέχεια όμως πέρασαν σε αρνητικό έδαφος, η πτώση όμως είναι αρκετά πιο συγκεκριμένη από της ελληνικής αγοράς.
Σίγουρα στη διαμόρφωση του σημερινού κλίματος έχει συμβάλλει και η γεωπολιτική ένταση με την Τουρκία, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επιλέξει να κλιμακώνει μέρα με τη μέρα την επιθετική του ρητορική.
Κατά πως υποστηρίζουν οι ειδικοί, με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές στην Τουρκία, ο Τούρκος πρόεδρος έχει επιλέξει να βάλει στο στόχαστρο την Ελλάδα, θέλοντας προεκλογικά να συσπειρώσει το εκλογικό σώμα γύρω από εκείνον.
Πίσω στη Λεωφόρο Αθηνών μόλις στις 6 Ιουνίου ο Γενικός Δείκτης κατάφερε να πατήσει στις 900 μονάδες και μόλις μετά από πέντε συνεδριάσεις, έχει πλέον προσεγγίσει επικίνδυνα τη στήριξη των 800 μονάδων.
Η συγκυρία δεν μοιάζει καθόλου ευοίωνη, καθώς η επερχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, έχει επιφέρει βαρύ πλήγμα σε μετοχές και κρατικά ομόλογα.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εξετάζει πολύ σοβαρά το πότε θα βγει στις αγορές, καθώς αν προχωρούσε σε έκδοση 10ετούς ομολόγου η απόδοσή του θα διαμορφωνόταν στο 4%, επίπεδο που αυξάνει πολύ το κόστος δανεισμού (υπενθυμίζεται ότι πέρυσι το καλοκαίρι η απόδοση του δεκαετούς κρατικού τίτλου χρέους έφθασε έως το 0,55%).
ΠΗΓΗ: MoneyReview