Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ «είναι να είμαστε πρώτοι με διαφορά από τη ΝΔ», τόνισε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας σημειώνοντας ότι «αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα για την πολιτική αλλαγή». Διότι, όπως πρόσθεσε, αν η ΝΔ έρθει πρώτη «όλο το οικονομικό κατεστημένο που, σε αντίθεση με τη πλειοψηφία της κοινωνίας, ευνοείται από μια κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα ρίξει όλο του το βάρος προκειμένου να υπάρξει και νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη».

Σε συνέντευξη του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπογράμμισε ότι «συνεπώς μόνο με καθαρή πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ και ισχυρή εντολή από τους ψηφοφόρους για πολιτική αλλαγή μπορούμε να έχουμε προοδευτική κυβέρνηση. Και μάλιστα από τις πρώτες εκλογές».

Ο κ. Τσίπρας άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και δήλωσε βέβαιος για το αποτέλεσμα των εκλογών κυρίως διότι, όπως ανέφερε, έχει εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό. «Ποτέ δεν ήμασταν τόσο έτοιμοι. Γιατί στην αποφασιστικότητά μας να βάλουμε την Ελλάδα σε ένα δρόμο δικαιοσύνης και προόδου, έχει προστεθεί ένα σημαντικό πολιτικό μέγεθος: Η εμπειρία μας, θετική και αρνητική, από τη διακυβέρνηση».

Πρόσθεσε πως «το αν η χώρα σήμερα αναπνέει ακόμη με το κεφάλι έξω απ΄το νερό είναι γιατί η δική μας διαχειριστική ικανότητα άφησε το χρέος ρυθμισμένο, τα ταμεία γεμάτα και την οικονομία σε αναπτυξιακούς ρυθμούς» και συνεπώς «σήμερα δεν είμαστε πια μόνο η Αριστερά των ιδεών και των αξιών αλλά και της αποτελεσματικότητας στη διακυβέρνηση, που θέλει, ξέρει, και μπορεί». Ερωτηθείς για τη σύνθεση της προοδευτικής κυβέρνησης, ανέφερε ότι δεν θα είναι κυβέρνηση του κόμματος, αλλά με ρίζες στην κοινωνία, «η πρώτη στην ιστορία με τέτοια συμμετοχή γυναικών, νέων, ανθρώπων της εργασίας, της δημιουργίας, της επιστήμης και της αγοράς».

Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη έχει δημιουργηθεί εκλογικό κλίμα στη χώρα και πως «η τελευταία του δήλωση, με την οποία φορτώνει στον ΣΥΡΙΖΑ τις ευθύνες για τις πρόωρες εκλογές, πέρα από το βάναυσα αντιδημοκρατικό της χαρακτήρα, επιβεβαιώνει την κοινή υποψία, ή καλύτερα πεποίθηση». Σχολίασε πως, όμως, ο πρωθυπουργός δεν το λέει καθαρά και πως «προτιμά να συντηρεί τη θολούρα, να παίζει με φόβους και προσδοκίες, να χρησιμοποιεί ακόμα και τις εκλογές, κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, με αντιδημοκρατικό τρόπο», τονίζοντας ότι «αυτό είναι που προκαλεί παρατεταμένη αστάθεια, παράλυση του κρατικού μηχανισμού, παύση πρωτοβουλιών και στάση αναμονής στην αγορά». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανέφερε ότι μπροστά σε αυτά αποφάσισε να καταθέσει τις σχετικές προτάσεις που διατύπωσε προς τον πρωθυπουργό, όμως η απάντηση του κ. Μητσοτάκη, δια του κυβερνητικού εκπροσώπου, «ήταν ένα συκοφαντικό παραλήρημα εναντίον μου και εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ».

Ερωτηθείς σχετικά ο κ. Τσίπρας έθεσε το ερώτημα τι εννοεί ο κ. Ανδρουλάκης όταν μιλάει για σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. «Με ποιο πρόγραμμα και ποιες δυνάμεις;», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι «καλό είναι κάποια στιγμή να πάψουμε να μιλάμε με ταμπέλες και να μιλήσουμε επί της ουσίας για πρόγραμμα και συγκεκριμένες πολιτικές». «Στην πολιτική κανένας δεν μπορεί να κρύβεται για πάντα. Και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έρχεται η ώρα να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», ανέφερε. «Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ», συνέχισε, «δεν συμφωνώ ότι ένα μέρος του δεν βλέπει με καλό μάτι τις συνεργασίες. Οι συνεργασίες είναι μια από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις μας, εξ ου και θεσπίσαμε την απλή αναλογική».

Ασκώντας έντονη κριτική στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση ανέφερε ότι τα πράγματα είναι «εξαιρετικά άσχημα, γιατί η πολιτική Μητσοτάκη μεγέθυνε και πολλαπλασίασε τις συνέπειες της πανδημικής, της ενεργειακής και της πληθωριστικής κρίσης» με αποτέλεσμα «αρνητικές πρωτιές σε όλη την Ευρώπη» σε όλους τους κρίσιμους δείκτες. Τον κατηγόρησε για νεοφιλελεύθερη αντίληψη με παρέμβασης του κράτους στην αγορά, που δεν αντιλαμβάνεται την αξία της κοινής ωφέλειας και τις ανάγκες της κοινωνίας παρά μόνο τις χρηματιστηριακές αξίες. «Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να συνεχίσουμε την πολιτική του κ. Μητσοτάκη, που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους, τους φτωχούς φτωχότερους και οδηγεί στην πλήρη κοινωνική κατεδάφιση», τόνισε, επαναλαμβάνοντας ότι «μπορεί να μην είμαστε σε θέση να υποσχεθούμε ότι την επόμενη τετραετία θα φέρουμε τον σοσιαλισμό, αλλά δεσμευόμαστε ότι θα σώσουμε τη κοινωνία από τη βαρβαρότητα».

Ο πρώην πρωθυπουργός είπε ότι «αδικήσαμε τη μεσαία τάξη» όμως δεν το έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «από καπρίτσιο», «ούτε γιατί θέλαμε να φτιάξουμε δικό μας ταμείο με απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς σε ημέτερους». «Δεν ήταν δική μας επιλογή. Δεν ήταν καν επιλογή. Ήταν εξαναγκασμός. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να πετύχουμε έναν στόχο εθνικό», την έξοδο από το καθεστώς επιτροπείας και χρεοκοπίας, υποστήριξε. Σημείωσε ότι «ακριβώς επειδή εμείς παρά τη θέλησή μας αδικήσαμε τη μεσαία τάξη, είμαστε αυτοί που τώρα ερχόμαστε με βαριά ηθική υποχρέωση και με ισχυρή βούληση να αποκαταστήσουμε την αδικία, δίνοντάς της στήριγμα και σανίδα σωτηρίας από τη τρικυμία στην οποία βρίσκεται σήμερα εξαιτίας, όμως, όχι αναγκαστικών επιλογών, όπως την εποχή των μνημονίων, αλλά συνειδητών επιλογών του κ. Μητσοτάκη». Κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι προεκλογικά «εξαπάτησε ξεδιάντροπα» τη μεσαία τάξη και πως σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εγγυηθεί αύξηση διαθέσιμου εισοδήματος, αντιμετώπιση της ακρίβειας, χτύπημα των καρτέλ, αύξηση μισθών, διαγραφή πανδημικών χρεών, στήριξη συνταξιούχων, χρηματοδοτικά εργαλεία και στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων».

Επιπλέον, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «δημιούργησε έναν μηχανισμό ανακατανομής του δημόσιου χρήματος υπέρ των θολών συμφερόντων και των δικών της παιδιών». Μίλησε για ένα «καθεστώς πειρατείας, που διαλύει όχι μόνο την οικονομία, αλλά και την κοινωνική συνοχή» και δηλώνει προς «όλους τους νομείς και διανομείς του δημόσιου χρήματος, ότι μετά τις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, το πάρτι θα τελειώσει». «Για να χρησιμοποιήσω μια άκομψη φράση που άλλοι πριν από μένα χρησιμοποίησαν: Οι νταβατζήδες τέλος», ανέφερε, προσθέτοντας ότι σήμερα «δεν είναι ούτε 2004 για να κρυφτούν πίσω από την επίπλαστη ευημερία, ούτε 2015 για να επιχειρήσουν ξανά να κρυφτούν πίσω από τη ζεστή αγκαλιά της τρόικα».

 

ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ