Η σταδιακή μετατροπή γόνιμων, πλούσιων εδαφών σε ερήμους αποτελεί ένα φαινόμενο, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και τους παραγωγικούς τομείς, το οποίο εξελίσσεται παρά τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Ειδικά για την Ελλάδα, οι αλλαγές στο κλίμα έχουν σημαντική επίδραση στον κύκλο του νερού. Οι βροχοπτώσεις έχουν ήδη μειωθεί έως και 20% ιδίως στη Δυτική Ελλάδα και η ξηρασία έχει ενταθεί, αυξάνοντας τις ημέρες με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς.
Οι προβλέψεις της επικαιροποιημένης έκθεσης της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος, για την περίοδο 2050-2100, σχετικά με την ξηρασία και την ερημοποίηση των εδαφών, είναι ακόμη πιο δυσμενείς από εκείνες που περιελάμβανε η αρχική έκθεση που είχε δημοσιευθεί το 2011, καθώς όλα αυτά τα χρόνια δεν ελήφθησαν επαρκή μέτρα για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι οι βροχερές μέρες θα περιοριστούν κατά 10 με 25 ετησίως έως τα τέλη του αιώνα και το κλίμα της Ελλάδας να γίνει ξηρότερο, με συνέπεια περίπου το 40% της ελληνικής επικράτειας, ιδίως στα ανατολικά και νότια τμήματα της χώρας, να κινδυνέψει έως το τέλος του αιώνα να ερημοποιηθεί.
Η Ενδιάμεση Έκθεση
Προς αυτήν την κατεύθυνση, πριν λίγες ημέρες η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΕΘΕΚΕ), καθηγήτρια του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Ελένη Καπετανάκη – Μπριασούλη παρουσίασε στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γιώργο Γεωργαντά την ενδιάμεση Έκθεση η οποία προτείνει ότι η προστασία του εδάφους πρέπει να διαπερνά τους στόχους του Στρατηγικού Σχεδίου για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2023 – 2027.
Έτσι, πριν «κλειδώσει» το ελληνικό στρατηγικό σχέδιο για τη νέα ΚΑΠ από την Κομισιόν προτείνεται από την Επιτροπή να προστεθεί η προστασία του εδάφους, αλλά και να προβλεφθεί η ενσωμάτωση του Ελληνικού Σχεδίου Δράσης για την Αντιμετώπιση της Ερημοποίησης στα εθνικά, περιφερειακά και τοπικά αναπτυξιακά σχέδια καθώς επίσης και στο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο, στα Τοπικά και Ειδικά Χωροταξικά τα οποία θα ξεκινήσουν να εκπονούνται το επόμενο διάστημα με κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και στα Περιφερειακά Χωροταξικά Σχέδια.
Η αναμενόμενη κλιματική μεταβολή, εκτός από τις τις γεωργικές εκτάσεις, θα επηρεάσει ιδιαιτέρως τα δασικά οικοσυστήματα διότι οι δυνατότητες τεχνικής παρέμβασης σε αυτά είναι πολύ περιορισμένες – η έκταση των δασών ψυχρόβιων κωνοφόρων θα περιορισθεί κατά 4%-8% ενώ ένα μέρος της χαμηλής ζώνης 1%-2% θα ερημοποιηθεί.
Εκτός κλιματικού νόμου τα εδάφη
Η προστασία των εδαφών απουσιάζει και από τον εθνικό κλιματικό νόμο. Σύμφωνα με τον σχολιασμό της κυρίας Καπετανάκη – Μπριασούλη στο πλαίσιο της διαβούλευσης που είχε προηγηθεί της ψήφισης του νόμου, όσον αφορά στα γενικά μέτρα πολιτικής για την επίτευξη του στόχου για κλιματική ουδετερότητα του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), δεν τονίζεται επαρκώς η συμβολή του εδάφους και του πρωτογενή τομέα (ορθές διαχειριστικές πρακτικές) στην αύξηση των απορροφήσεων άνθρακα. «Η παράλειψη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα γιατί ο πρωτογενής τομέας συμμετέχει σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας, καταλαμβάνει σημαντική έκταση και η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο ερημοποίησης (ιδιαίτερα κάτω από δυσμενή σενάρια αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας). Η αποτελεσματική καταπολέμηση της ερημοποίησης μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης πέραν της συμβολής της στην προστασία των υδατικών πόρων και της βιοποικιλότητας», επισημαίνει η καθηγήτρια.
Σύμφωνα με την ίδια, στα απαριθμούμενα πεδία δράσης για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αναφέρονται σαφώς – και όχι γενικόλογα ως “φυσικό περιβάλλον” – στους έγγειους πόρους (ύδατα, έδαφος, φυτοκάλυψη) λόγω του κεντρικού ρόλου που παίζουν στο κλιματικό ζήτημα. Όπως υποστηρίζει η πρόεδρος της ΕΘΕΚΕ, παρά τις αναφορές στην τεχνολογική εξέλιξη, στη συγκεκριμένη διάταξη του κλιματικού νόμου «δεν γίνεται σαφής αναφορά σε δυναμικά αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις δέσμευσης και χρήσης άνθρακα (CCU) από διαδικασίες παραγωγής (π.χ. βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή, ανθρακοδεσμευτική γεωργία) ή απευθείας από την ατμόσφαιρα (CO2) για την βιώσιμη παραγωγή προϊόντων μη ορυκτού άνθρακα».
Αντιστοίχως, και η Greenpeace σχολιάζοντας τον κλιματικό νόμο, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει τα εξής: «Δυστυχώς, δεν έχουμε δει πουθενά δημοσιευμένα σχέδια να αφορούν γεωργία που αναγεννά το έδαφος και αναχαιτίζει την κλιματική κρίση με την εναπόθεση άνθρακα (CCM-Climate Change Mitigation) και την αύξηση της ανθεκτικότητας των φυτών σε ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες (CCA – Climate Change Adaptation)». Αντ’ αυτού, όπως επισημαίνει η οργάνωση, «τα μόνα σχέδια προσαρμογής του ΥΠΑΑ που είναι γνωστά είναι αυτά για τη δοκιμαστική καλλιέργεια υποτροπικών φυτών».