Το σενάριο, γνωστό: δύο άνθρωποι που είναι τόσο διαφορετικοί που όχι απλά δεν συμπαθιούνται αλλά μάλιστα, δημιουργείται τέτοια ένταση ανάμεσά τους, που καταλήγουν να είναι τρόπο τινά «εχθροί». Οι «εχθροί» αυτοί ανταλλάσσουν ασταμάτητα προσβολές, αποφεύγουν ο ένας τον άλλο, «ξινίζουν» τα μούτρα τους όταν πέφτουν πρόσωπο με πρόσωπο αλλά, τελικά, με έναν μαγικό τρόπο, καταλήγουν εραστές ή ακόμα κι ερωτευμένοι.
Η λογοτεχνία και το σινεμά είναι γεμάτα ιστορίες που απαντούν στο παραπάνω σχήμα: από τον Βενέδικτο και την Βεατρίκη στο σαιξπηρικό «Πολύ κακό για το τίποτα», μέχρι το εφηβικό ζευγάρι που υποδύθηκαν ο Χιθ Λέτζερ και η Κατ Στράτοφορντ στο «10 Πράγματα Που Μισώ Σε Σένα», και από τους αταίριαστους Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμμα Στόουν στο «Crazy Stupid Love», μέχρι τους «δικούς μας» τηλεοπτικούς Κωνσταντίνο Μαρκορά (Νίκος Σεργιανόπουλος) και Μαρίνα Κουντουράτου (Εβελίνα Παπούλια) στους «Δύο Ξένους», αυτά είναι μερικά μόνο από τα πολυάριθμα παραδείγματα που το μίσος κατέληξε σε έρωτα.
Βέβαια, αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην μυθοπλασία, αλλά και στην πραγματική ζωή. Πώς, όμως, σε πολλές περιπτώσεις, δύο άνθρωποι που δεν αντέχουν την παρουσία ο ενός του άλλου καταλήγουν να έχουν ερωτική σχέση;
Όσο κι αν όλο αυτό φαίνεται παράδοξο, η ψυχολογία μπορεί να δώσει κάποιες λογικές εξηγήσεις. Στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, οι λεκτικές προσβολές είναι κάτι στο οποίο πολύ συχνά καταφεύγουν τα δύο εμπλεκόμενα άτομα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κλινικό ψυχολόγο Τόνι Ορτέγκα, «Οι συνεχείς λογομαχίες μπορούν να οδηγήσουν σε κάτι που λέγεται “αντοχή στην επίδραση”. Είναι η ικανότητα κάποιου να μπορεί να διαχειριστεί αρνητικά συναισθήματα με το πέρασμα του καιρού. Όσο περισσότερο υιοθετείς και δέχεσαι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, τόσο δυνατότερη γίνεται αυτή. Αν το μοτίβο των λεκτικών προσβολών είναι συνεχές και ανεκτό και από τα δύο μέρη, θα γίνει και διεγερτικό».
Η θεραπεύτρια με ειδίκευση στις σχέσεις, Μαρίσα Πιρ, πάλι, στέκεται στις ομοιότητες που έχουν τα συναισθήματα αγάπης και μίσους: «Η φόρτιση των συναισθημάτων μεταξύ δύο ατόμων που βλέπουν ο ένας τον άλλο ως εχθρό ή αντίπαλο ή απειλή δημιουργεί μια δραματική ένταση. Η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος σημαίνει ότι και τα δύο συναισθήματα δημιουργούν παρόμοιες αντιδράσεις, που εξασφαλίζουν μια έντονη αλληλεπίδραση εξ αρχής. Η αλληλεπίδραση στην αρχή είναι μια άσκηση “συλλογής πόντων” που και τα δύο μέρη απολαμβάνουν. Παρέχει στον καθένα μια διορατικότητα στον ψυχισμό του άλλου και μια σχεδόν ενστικτώδη κατανόηση στο πώς να πατήσουν κουμπιά».
Στην προκειμένη, μιλάμε πάντως για το ακριβώς αντίθετο αυτού που λέμε «έρωτα με την πρώτη ματιά». Κι ενώ στον κεραυνοβόλο έρωτα, ο κάθε εμπλεκόμενος τείνει να βλέπει τα θετικά του άλλου τα οποία εξιδανικεύει, στην περίπτωση των «εχθρών» που ερωτεύονται, τα αρνητικά χαρακτηριστικά βρίσκονται εξ αρχής σε πρώτο πλάνο, κάτι που στο επίπεδο μιας σχέσης, βοηθούν να δει κάποιος τον άλλο πιο καθαρά από την αρχή. «Σε αυτή την κατάσταση, όλα τα χαρακτηριστικά είναι εκεί και αντιμετωπίζονται από την αρχή, και ο άλλος ξέρει πραγματικά το άτομο με το οποίο επέλεξε να εμπλακεί συναισθηματικά», σχολιάζει η Μαρίσα Πιρ.
Κι έπειτα, η η ένταση που προέρχεται από μια τέτοια συνθήκη, συνδέεται άμεσα με το πάθος, βασικό συστατικό μιας σχέσης. Όπως σημειώνει ο Τόνι Ορτέγκα, «Το πάθος παίζει τεράστιο ρόλο στην μετάβαση δυο ατόμων σε εραστές. Το να είσαι παθιασμένος με κάποιον που δεν αντέχεις σχεδόν προσφέρει μια πιο ασφαλή διέξοδο από την αγάπη. Με τον θυμό και το πάθος μπορούμε να πετάξουμε την λογική έξω από το παράθυρο. Το πάθος βασικά επιτρέπει την μετάβαση δύο ατόμων από εχθρούς σε εραστές».
Στην μεγάλη (ή και την μικρή) οθόνη αυτό το πάθος που δημιουργείται καταλήγει σε ένα happy end -ή τουλάχιστον, εμείς ως θεατές βλέπουμε την ιστορία μέχρι εκεί που όλα βαίνουν καλώς. Κάτι που στην πραγματική ζωή μπορεί να μην λειτουργήσει ακριβώς έτσι, μιας και «οι εχθροί ίσως απλά ενδώσουν στις παρορμήσεις τους. Αυτό μπορεί να παρακάμψει σημαντικές δεξιότητες χτισίματος μιας σχέσης όπως είναι η επικοινωνία της ευαλωτότητας και η αναβολή της ικανοποίησης», σημειώνει ο Τόνι Ορτέγκα.
Πάντως, είτε γινόμαστε μέρος τέτοιων σχέσεων είτε όχι, σίγουρα απολαμβάνουμε να παρακολουθούμε ή να διαβάζουμε τέτοιες ιστορίες. Συμπερασματικά, λοιπόν, κρατάμε τα λόγια της Μαρίσα Πιρ: «Οι εχθροί που γίνονται εραστές είναι ένας δοκιμασμένος μηχανισμός ώστε να νιώσουμε ότι ηγούμαστε του παιχνιδιού εξ αρχής. Δημιουργεί μία αίσθηση κυριότητας. Ξέρουμε ότι θα υπάρξει ένα happy end, στον μεγαλύτερο βαθμό, οπότε απολαμβάνουμε τις μηχανορραφίες του ζευγαριού ώσπου να φτάσει εκεί. Όλοι αγαπάμε ένα παραμυθένιο τέλος και μία επιτυχή έκβαση και το αφήγημα των “εχθρών που γίνονται εραστές” κάνει τικ σε όλα τα κουτάκια».
Με πληροφορίες από το Dazed.