Κάθεται σε ένα μεγάλο άσπρο πιάνο με ουρά και φοράει ένα κοντομάνικο τοπ με μεγάλες ασπρόμαυρες ρίγες. Υπάρχει κάτι τρελό στο βλέμμα του, κάτι που το φοβάσαι. Ψηλός, επιβλητικός, με ξανθά μαλλιά κολλημένα προς τα πίσω με μπριγιαντίνη και ένα τέλειο πρόσωπο, αρχίζει και παίζει ένα κομμάτι ταυτόχρονα ποτισμένο μέσα στα μπλουζ του Νότου και την Ευρώπη. Ενα φρενήρες δωδεκάμετρο μπλουζ με στοιχεία μπούγκι-γούγκι που παίζεται σε ένα κατεξοχήν όργανο της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής παράδοσης.

Είναι 28 Ιουλίου του 1957 και βρισκόμαστε σε ένα τηλεοπτικό στούντιο. Ο οικοδεσπότης αυτής της κυριακάτικης εκπομπής Στιβ Αλεν μόλις έχει προλογίσει αυτό που ακολουθεί, λες και πρόκειται για κάποιου είδους φοβερή ατραξιόν σε περιπλανώμενο τσίρκο. Πράγματι, αυτός ο πιανίστας-τραγουδιστής είναι άγριο θηρίο που βρυχάται μπροστά σε ολόκληρη την Αμερική. Οι νότες που παίζει επιστρέφουν στο σώμα του, λες και τα σφυριά στο εσωτερικό του πιάνου να χτυπούν όχι μόνο τις χορδές, αλλά και τον ίδιο. Τα πόδια παρασύρονται, δαιμονισμένα, χορεύουν πέρα-δώθε σαν κεραυνοβολημένα από τον ρυθμό. Οταν το μουσικό τρίο –το πιάνο, τα ντραμς και το μπάσο– χαμηλώνει τους ρυθμούς, μπαίνοντας σε μια μικρή «γέφυρα» ο χρόνος διαστέλλεται, τα δύο λεπτά του μουσικού δυναμίτη μοιάζουν με θεατρική παράσταση, με καιρικό φαινόμενο, με καταιγίδα που θα έρθει από στιγμή σε στιγμή. Και όταν έρχεται, όταν το ρεφρέν «επιστρέφει» σε ένα τελικό κρεσέντο, ο πρωταγωνιστής της παράστασης σηκώνεται όρθιος και χτυπάει τόσο δυνατά το πιάνο που απορείς πώς αυτό δεν παίρνει φωτιά. Το σκαμπό εκσφενδονίζεται αρκετά μέτρα πίσω και το σαρωτικό χειροκρότημα που ακούγεται στο τέλος αντηχεί λες και όλο το στούντιο έχει καεί από τη φωτιά του ροκ εν ρολ. Και, τι άλλο να είναι το ροκ εν ρολ, αν όχι αυτό που σε κάνει να θες να χτυπήσεις το πόδι σου στον ρυθμό, να παρασυρθείς στον χορό ηλεκτρισμένα, και να θες να κοιτάξεις –έστω και για δυόμισι λεπτά– το κενό, τον κίνδυνο, χωρίς φόβο;

Παρόμοια συναισθήματα προκάλεσε στο κοινό και ο Ελβις Πρίσλεϊ στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση, ενάμιση χρόνο μετά. Είναι ακριβώς τα ίδια μαγικά που έκανε ο Τσακ Μπέρι σε εκείνη τη φοβερή ζωντανή του εμφάνιση στη βελγική τηλεόραση το 1965, όταν βγήκε και έπαιξε την κιθάρα του κολασμένα και κούνησε τα πόδια του σαν Αφρικανός μάγος υπό την επήρεια αρχαίων πνευμάτων μπροστά σε ένα ελαφρώς σοκαρισμένο κοινό.

Τη μεγάλη αυτή φλόγα του ροκ εν ρολ άναψαν με τις μουσικές και την παρουσία τους επί σκηνής πολλοί ακόμη στο μέλλον. Ελαμψε στα ντραμς των Sonics, στη σκηνική παρουσία του Wayne Cramer των MC5 και του Τζίμι Χέντριξ, στην κιθάρα και στις κραυγές του «σαμάνου» Greg Sage των Wipers – η λίστα είναι μεγάλη. Το βέβαιο όμως είναι πως εκείνος εκεί ο ψηλός, ηλεκτρισμένος λευκός από τη Λουιζιάνα, ο Τζέρι Λι Λιούις –ο «Killer», όπως τον έλεγαν– ήταν από τους πρώτους που άνοιξαν αυτόν τον δρόμο. «Εφυγε» την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου, στα 87 του.

Γεννήθηκε το 1935 κοντά στον Μισισιπή, σε μια μικρή πόλη της Λουιζιάνα, το Φέριντεϊ, μία από αυτές τις μικρές κοινότητες της Αμερικής οι οποίες αντηχούσαν από τα μπλουζ. Με τους ήχους των γκόσπελ, των μπλουζ και της κάντρι στα αυτιά του, άρχισε να παίζει πιάνο από μικρός. Σε μια πληθωρική βιογραφία του που έγραψε το 2014 ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρικ Μπραγκ, μαθαίνουμε για τη στιγμή που είδε το φορτηγάκι του πατέρα του να φέρνει στο σπίτι ένα πιάνο. «Παραλίγο να μου πέσουν τα μάτια από το κεφάλι. Αργότερα έμαθα πως είχαν βάλει όλη μας την αγροικία σε υποθήκη για να το αγοράσουν. Είχα τους καλύτερους γονείς στον κόσμο», θα πει στον βιογράφο του. Αυτό το θεόσταλτο δώρο των γονιών του έγινε η εμμονή του μικρού. Επαιζε σχεδόν όλη μέρα. Οι γονείς του τον παρακαλούσαν να σταματήσει να παίζει, αργά το βράδυ, για να πάνε να κοιμηθούν. Στα 14 του έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, δείχνοντας στο κοινό της πόλης του τις δεξιότητές του. Η ακαδημαϊκή του μουσική παιδεία ήταν ελάχιστη. Σταμάτησε το σχολείο για να αφοσιωθεί στο πιάνο.

Στα 21 του, το 1956, υπέγραψε στη θρυλική Sun Records. Το «Whole Lotta Shakin’ Goin’ On» έγινε η πρώτη μεγάλη του επιτυχία. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε και το άλλο μεγάλο του χιτ – το «Great Balls of Fire». Δύο δίλεπτοι δυναμίτες που του εξασφάλισαν για πάντα μια θέση στο παγκόσμιο μουσικό πάνθεον. Ηταν όμως η ενέργειά του, η φλογερή του ιδιοσυγκρασία που έφτιαξαν τον θρύλο του. Αυτή η τάση του για το ακραίο, το προκλητικό, το αιρετικό, που σύντομα τον «έκαψε», αφού παντρεύτηκε τη 13χρονη πρώτη του ξαδέρφη, γεγονός που αρκούσε για να σαμποτάρει την πρώτη του ευρωπαϊκή περιοδεία και να αμαυρώσει τη φήμη του και, εντέλει, και την καριέρα του. Βέβαια οι μεγάλες στιγμές δεν έπαψαν να έρχονται, όπως π.χ. το 1964, όταν έδωσε στο Star Club του Αμβούργου μια θρυλική συναυλία που άφησε πίσω της μια ηχογράφηση που θεωρείται σταθμός στην ιστορία του ροκ.

Στην Αθήνα τον είδαμε δύο φορές. Το 1988 στο Καλλιμάρμαρο ξεσήκωσε το κοινό και, φυσικά, τους πολυάριθμους σκληροπυρηνικούς ντόπιους «ροκαμπιλάδες» φαν του οι οποίοι είχαν αξέχαστα θερμή παρουσία (την ίδια που, ένα χρόνο πριν, τους είχε κοστίσει την πρόωρη αποχώρηση του Τσακ Μπέρι από τη σκηνή του θεάτρου του Λυκαβηττού). Ο “Κiller” ξανάπαιξε για το Αθηναϊκό κοινό το 1990 στο Σ.Ε.Φ. σε μια ακόμα εκρηκτική συναυλία με, αυτή τη φορά, ανάμεικτο πλήθος, που δυστυχώς κράτησε μόνο 45 λεπτά.

Σε κάθε περίπτωση, από εκείνη την εκρηκτική του παρθενική εμφάνιση στον πλανήτη, στην εκπομπή του Στιβ Αλεν το ’57, έως το τέλος, φαίνεται πως πάντα ίσχυε κάτι που είχε γράψει ο Αμερικανός συγγραφέας Jimmy Gutterman: «Οι άνθρωποι μεθάνε τόσο με τον μύθο του Τζέρι Λι, που συχνά ξεχνούν πως αυτός ο τύπος επίσης τραγουδούσε και έπαιζε πιάνο».

ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ