Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον διαβήτη τύπου 1 και τον τύπου 2;
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους έχει να κάνει με την αιτιολογία τους. Στον τύπο 1, για άγνωστους γενικά λόγους, ο οργανισμός ξαφνικά επιτίθεται στα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και τα καταστρέφει. Είναι λοιπόν μια αυτοάνοση πάθηση, που σύντομα προκαλεί απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης. Γι’ αυτό και το σάκχαρο κατά τη διάγνωση είναι συνήθως πάρα πολύ υψηλό και χρειάζονται εξαρχής ενέσεις ινσουλίνης. Αντίθετα, στον τύπο 2 (που είναι και ο συχνότερος), η έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας μπορεί μεν να είναι διαταραγμένη αλλά υπάρχει. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο οργανισμός δεν τη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά (υπάρχει «αντίσταση» στη δράση της, συνήθως λόγω αυξημένου σωματικού βάρους), οπότε αυτή η ποσότητα δεν φτάνει για να καλύψει της ανάγκες του ανθρώπου που τελικά εμφανίζει τον διαβήτη.
Σε ποιες ηλικίες εμφανίζεται ο διαβήτης τύπου 1 και σε ποιες ο τύπου 2;
Ο τύπος 1 είναι παραδοσιακά γνωστός ως «νεανικός», γιατί συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται είτε τα πρώτα δύο-τρία χρόνια της ζωής, είτε λίγο αργότερα, στην αρχή της εφηβείας. Υπάρχουν όμως πλέον και πάρα πολλές περιπτώσεις όπου εμφανίζεται πολύ αργότερα, στην ενήλικη ζωή, είτε με την κλασική θορυβώδη εικόνα, είτε πιο σταδιακά ως «καθυστερημένης έναρξης αυτοάνοσος διαβήτης ενηλίκων» (γνωστός ως LADA).
Ο τύπος 2 εμφανίζεται πιο συχνά σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς η δυνατότητα του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη (και να καλύπτει τις όποιες ανάγκες κάθε οργανισμού) φθίνει με τα χρόνια. Δυστυχώς όμως, καθώς τα τελευταία χρόνια ολοένα αυξάνεται η παχυσαρκία σε όλο και μικρότερες ηλικίες (που σημαίνει μεγάλη αύξηση των αναγκών σε ινσουλίνη, που ίσως το πάγκρεας να αδυνατεί να καλύψει), έχουμε φτάσει πλέον να βλέπουμε διαβήτη τύπου 2 ακόμα και σε παιδιά.
Ποιοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2;
Ο διαβήτης τύπου 2 έχει να κάνει κυρίως με την «αντίσταση» στην ινσουλίνη, που προκαλείται κυρίως από την παχυσαρκία και την καθιστική ζωή. Ειδικά αν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν και οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, οι πιθανότητες είναι ακόμα μεγαλύτερες και αυξάνονται συνεχώς όσο προχωράει η ηλικία.
Επιπλέον ενδείξεις ότι μπορεί να εκδηλώσουμε διαβήτη στο μέλλον είναι η εμφάνιση διαβήτη κύησης (που είναι μια περίοδος πολύ αυξημένων αναγκών και μας αποκαλύπτει τα όρια του παγκρέατός μας), καθώς και η αυξημένη τιμή σακχάρου στις εξετάσεις αίματος πάνω από τα 100 mg/dl (που μπορεί να μην είναι ακόμα σε επίπεδα διαβήτη, αλλά είναι ενδεικτική μιας ανισορροπίας μεταξύ ζήτησης και παραγωγής ινσουλίνης).
Υπάρχουν προειδοποιητικά σημάδια για τον διαβήτη;
Δυστυχώς, προειδοποιητικά συμπτώματα δεν υπάρχουν για κανέναν τύπο διαβήτη. Για τον τύπο 2, τα μόνα «σημάδια» που μπορούν και πρέπει να μας κινητοποιούν είναι αυτά που προδιαθέτουν στην ανάπτυξή του: το οικογενειακό ιστορικό και η παχυσαρκία. Τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν το σάκχαρο είναι πολύ υψηλό, πιθανότατα πολλά χρόνια μετά την έναρξη της νόσου και ίσως όταν ήδη έχουν προκληθεί βλάβες.
Τα κλασικά συμπτώματα αυτού του (πολύ) υψηλού σακχάρου είναι η αυξημένη και συχνή ούρηση, η αυξημένη δίψα και η ανεξήγητη απώλεια βάρους (με αυξημένη όρεξη και λήψη τροφής). Αυτά τα βλέπουμε συχνότερα, εντονότερα και χρονικά πολύ πιο κοντά στην έναρξη της νόσου στον διαβήτη τύπου 1, όπου η αύξηση του σακχάρου είναι απότομη ήδη από την αρχή.
Πώς μπαίνει η διάγνωση ότι κάποιος έχει διαβήτη;
Η διάγνωση του διαβήτη μπαίνει βασικά με δύο τρόπους: Είτε με το σάκχαρο νηστείας (μετρημένο στο εργαστήριο), τιμή σακχάρου νηστείας που βάζει επίσημα τη διάγνωση είναι πάνω από 126 mg/dl (αφού επιβεβαιωθεί άλλη μία φορά σε διαφορετική ημέρα). Ενδιάμεσες τιμές (100-126) τις περιγράφουμε ως «διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας» (μια μορφή προδιαβήτη) και μας κινητοποιούν να προχωρήσουμε σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης.
Αυτή η δοκιμασία ανοχής γλυκόζης («καμπύλη σακχάρου») είναι ο δεύτερος τρόπος για να μπει η διάγνωση (όταν η τιμή του σακχάρου είναι πάνω από 200 mg/dl στις δύο ώρες μετά τη λήψη 75 γρ. γλυκόζης διαλυμένης σε νερό). Ενδιάμεσες τιμές (140-200) τις περιγράφουμε ως «διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη», που είναι μια άλλη έκφραση του προδιαβήτη.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα για τον άνθρωπο που διαγιγνώσκεται με διαβήτη;
Το πρώτο βήμα για κάποιον που βρίσκει μια αυξημένη τιμή σακχάρου, είτε σε διαβητικά είτε σε προδιαβητικά επίπεδα, είναι να απευθυνθεί σε έναν γιατρό, εξειδικευμένο στον διαβήτη. Ανάλογα με τα επίπεδα του σακχάρου αλλά και με άλλους παράγοντες, ο γιατρός θα προτείνει την κατάλληλη αγωγή (υγιεινο-διαιτητική και φαρμακευτική) τόσο για το σάκχαρο όσο και για την αντιμετώπιση των υπολοίπων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη θα είναι μια από τις βασικές εξετάσεις που θα ζητηθούν, τόσο για την αρχική εκτίμηση της κατάστασης όσο και για την παρακολούθηση της πορείας, καθώς κάθε φορά μάς παρέχει μια σφαιρική εκτίμηση της γλυκαιμίας κατά το τρίμηνο που προηγήθηκε.
Ποιες άλλες εξετάσεις πρέπει να γίνονται και πόσο τακτικά;
Εκτός από τις βασικές αιματολογικές εξετάσεις που γίνονται τακτικά για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της αγωγής (π.χ. γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, χοληστερόλη κ.τ.λ.), πρέπει να γίνονται και κάποιες εξετάσεις για την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών του διαβήτη.
Ετσι λοιπόν, προληπτικά κάθε χρόνο πρέπει να ελέγχουμε τις μικρές αρτηρίες στον βυθό του ματιού (βυθοσκόπηση στον οφθαλμίατρο), την αλβουμίνη των ούρων (ώστε να φανεί αν υπάρχει διαρροή αλβουμίνης από βλάβη στις μικρές αρτηρίες των νεφρών) και να γίνεται κλινική εξέταση των ποδιών (μεγάλες αρτηρίες και νεύρα). Κατά περίπτωση ο γιατρός μπορεί να ζητήσει και άλλες εξετάσεις, όπως π.χ. εκτίμηση από καρδιολόγο, αγγειολόγο, νευρολόγο κ.τ.λ.
Ποια είναι η αντιμετώπιση του διαβήτη;
Στον τύπο 1, η αγωγή στηρίζεται ξεκάθαρα και από την αρχή στη χορήγηση ινσουλίνης, είτε με πολλαπλές ενέσεις (με ειδικές πένες) είτε με αντλία συνεχούς χορήγησης. Στον τύπο 2 οι επιλογές είναι πολλές, με ακρογωνιαίο λίθο πάντα τη σωστή διατροφή και την άσκηση.
Η απώλεια των επιπλέον κιλών είναι πρωταρχικής σημασίας, αφού αυτά είναι συνήθως υπεύθυνα για την παθογένεια αυτού του τύπου διαβήτη. Από κει και πέρα, ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς, ο γιατρός θα προτείνει τα κατάλληλα φάρμακα, είτε σε μορφή χαπιών είτε ενέσιμα, ακόμα και ινσουλίνη εκεί που χρειάζεται (είτε προσωρινά είτε μόνιμα).
Τι συμβαίνει με την αντλία που τόσο πολύ ακούγεται τελευταία;
Οι αντλίες ινσουλίνης είναι ένας σύγχρονος τρόπος χορήγησης ινσουλίνης που απευθύνεται (και αποζημιώνεται από τα ταμεία) μόνο στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Είναι συσκευές που έχει πάνω του ο ασθενής όλο το 24/ωρο, είτε κολλημένες στο δέρμα του είτε απλά στην τσέπη του (και συνδεδεμένες στο δέρμα του με ένα σωληνάκι). Την αντλία την προγραμματίζει ο γιατρός να χορηγεί συνεχώς την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης, ενώ πριν από κάθε γεύμα ο ασθενής χορηγεί την επιπλέον ινσουλίνη που χρειάζεται με το πάτημα ενός πλήκτρου.
Πρόσφατα εγκρίθηκαν και στη χώρα μας συστήματα αντλιών με λειτουργίες και αυτοματισμούς που προσεγγίζουν το λεγόμενο «τεχνητό πάγκρεας». Παίρνουν δηλαδή μόνες τους αποφάσεις και ρυθμίζουν την παροχή ινσουλίνης ανάλογα με τα δεδομένα που λαμβάνουν από συστήματα συνεχούς καταγραφής σακχάρου. Το αποτέλεσμα είναι η πολύ καλύτερη ρύθμιση, με αποφυγή τόσο των πολύ υψηλών όσο και των πολύ χαμηλών τιμών, με πολύ μικρότερη προσπάθεια από τον ασθενή.
Πότε είναι απαραίτητη η ινσουλίνη στον τύπο 2; Είναι πράγματι η αρχή του τέλους;
Η ινσουλίνη είναι ένα πολύ αποτελεσματικό φάρμακο, με σχεδόν μηδενικές παρενέργειες και αντενδείξεις. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα φάρμακα βασίζονται στο πάγκρεας για την έκκριση της απαραίτητης ινσουλίνης. Δίνοντάς την έτοιμη, αφενός ξεκουράζουμε το πάγκρεας, αφετέρου δίνουμε όση χρειάζεται χωρίς να περιοριζόμαστε από τις δυνατότητές του. Είναι το καλύτερο όπλο μας για περιπτώσεις με πολύ υψηλό σάκχαρο, όπου μπορούμε να τη δώσουμε αρχικά μέχρι να πετύχουμε την ισορροπία και μετά να τη διακόψουμε.
Είναι το φάρμακο που μας δίνει λύσεις όταν για άλλους λόγους (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια) πολλά από τα υπόλοιπα φάρμακα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα, όταν από μόνα τους δεν επαρκούν. Τέλος, είναι το καταφύγιό μας όταν, ύστερα από πολλά χρόνια, το πάγκρεας έχει πια εξαντληθεί και δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μας, παρά τη βοήθεια των υπολοίπων φαρμάκων.
Δυστυχώς προς το παρόν υπάρχει μόνο σε ενέσιμη μορφή, με αποτέλεσμα αρκετοί ασθενείς (ή και μη εξοικειωμένοι γιατροί) να τη φοβούνται. Ενας φόβος αβάσιμος, αφού με τις σύγχρονες πένες η χορήγηση είναι εντελώς ανώδυνη.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Σπύρο Γαρζώνη, παθολόγο – διαβητολόγο
Πηγη vita.gr