Ακόμα και οι μικρές διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας, όπως αυτές που προκαλούνται από την παλίρροια, είναι αρκετές για να προκαλέσουν τοπική σεισμικότητα, σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών Γεωεπιστημών (Deutsches GeoForschungs Zentrum / GFZ) του Πότσνταμ. Οι επιστήμονες ανέλυσαν σεισμικά δεδομένα από την χερσόνησο Αρμουτλού της Προποντίδας, νοτίως της Κωνσταντινούπολης και δυτικά της Νικομήδειας (Izmit). Τα αποτελέσματα θα βοηθήσουν να εκτιμηθούν ποιες μεταβολές επαρκούν για να ενεργοποιήσουν τα τοπικά ρήγματα και να προκαλέσουν σεισμούς.
Στην περιοχή αυτή λειτουργεί το Παρατηρητήριο Γεωφυσικής του Ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας (GONAF). Οι σεισμικές επιδράσεις που προκαλούνται από τις φυσικές διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας είναι συνήθως τόσο μικρές ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να ανιχνευθούν με την βοήθεια σεισμικών καταλόγων, οι οποίοι συντάσσονται με παραδοσιακές τεχνικές ανάλυσης δεδομένων. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν νέες τεχνικές Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), οι οποίες καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό πολύ μικρότερων σεισμών που «κρύβονται» στα συμβατικά δεδομένα μέτρησης. Η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής την Πατρίτσια Μαρτίνεθ-Γκαρθόν και το διευθυντή του τμήματος Γεωμηχανικής και Επιστημονικών Γεωτρήσεων του GFZ -και καθηγητή του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου- Μάρκο Μπόνχοφ τις αξιοποίησε και συνέταξε καταλόγους σεισμικότητας υψηλής ανάλυσης οι οποίοι περιέχουν συνήθως περίπου δέκα φορές περισσότερους σεισμούς από τους συνήθεις. Έτσι, τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά μια ισχυρή επίδραση των εξαρτώμενων από τις παλίρροιες αλλαγών της στάθμης της θάλασσας στην τοπική σεισμικότητα. Κατά τους ερευνητές μάλιστα αυτό «υποδηλώνει ότι τα τοπικά ρήγματα στην χερσόνησο Αρμουτλού βρίσκονται στα πρόθυρα ολίσθησης και στη συνέχεια θα μπορούσαν να προκληθούν περαιτέρω σεισμοί». Σημειώνουν όμως ότι πρέπει να επεκταθεί χρονικά ο βελτιωμένος κατάλογος για να διαπιστωθεί εάν αυτή η συσχέτιση είναι μόνιμη ή εάν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η έρευνες επομένως θα συνεχιστούν.
Η δυνατότητα καλύτερης πρόβλεψης ενός σεισμού, ειδικά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές όπως η ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης με τα 16 (επισήμως) ή τα 20 (ανεπισήμως) εκατομμύρια κατοίκους και τα περίπου 1,6 εκατομμύρια παλιά, μη ασφαλή, κτίρια, αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες. Η χερσόνησος Αρμουτλού είναι μέρος του ενεργού συστήματος ρηγμάτων της Βόρειας Ανατολίας, ενός σημαντικού ορίου τεκτονικών πλακών γνωστού για την πρόκληση καταστροφικών σεισμών, όπως στη Νικομήδεια το 1999, που στοίχισε σχεδόν 20.000 ζωές. Ο κύριος βραχίονας του ρήγματος βρίσκεται μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της χερσονήσου Αρμουτλού και πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι επίκειται εκεί ένας μεγάλος σεισμός. Ο πρόσφατος ισχυρός σεισμός στην Τουρκία και την Συρία θα μπορούσε να ήταν μια τρομερή προειδοποίηση.
«Η πιθανότητα ενός σεισμού δεν έχει επιδεινωθεί μεν εξαιτίας των πρόσφατων σεισμών την Ανατολία, ο κίνδυνος όμως ενός σεισμού στην Κωνσταντινούπολη παραμένει υψηλός», τόνισε ο σεισμολόγος Γκέρνοτ Χάρτμαν του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Γεωεπιστημών του Ανοβέρου στην εφημερίδα «Βild».
Την ίδια άποψη έχει και ο Μάρκο Μπόνχοφ του GFZ: «Ένας καταστροφικός σεισμός έως 7,4 Ρίχτερ κάθε άλλο παρά θα αποτελούσε έκπληξη στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Αν και η κατάσταση δεν έχει αλλάξει λόγω των πρόσφατων σεισμών στα νοτιοανατολικά της χώρας, ο κίνδυνος είναι γενικά το ίδιο υψηλός όσο και εκεί. Η μέση περίοδος επανάληψης ενός μεγάλου σεισμού στην Κωνσταντινούπολη είναι 250 χρόνια και η περιοχή αυτή είναι η μόνη ολόκληρου του ορίου της πλάκας της Βόρειας Ανατολίας που δεν έχει ενεργοποιηθεί για περισσότερα από 250 χρόνια. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι έχει συσσωρευθεί μεγάλη ενέργεια. Ο τελευταίος μεγάλος στην Κωνσταντινούπολη έγινε το 1766, άρα ο επόμενος έχει καθυστερήσει», τόνισε στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa). Το χειρότερο δε κατά τον ίδιο επιστήμονα είναι ότι «η πόλη δεν μπορεί να βασίζεται στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης λόγω της μικρής απόστασης από το όριο της πλάκας. Ο χρόνος προειδοποίησης είναι μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Επίσης, το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης δεν βρίσκεται δυστυχώς σε στερεό έδαφος όπως ο γρανίτης, αλλά πάνω σε μια αποξηραμένη λιμνοθάλασσα. Σε μαλακό έδαφος, μπορεί να υπάρξει ισχυρή ενίσχυση των κινήσεων του εδάφους, μερικές φορές μαζί με φαινόμενα ρευστοποίησης. Και τα δύο προκαλούν χειρότερη ζημιά. Επίσης, το (παλαιό) διεθνές αεροδρόμιο βρίσκεται σε αυτήν την περιοχή οπότε θα είναι δύσκολο για τους διασώστες να φτάσουν εκεί».
Η Χάιντρουν Κοπ, καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Κιέλου και επικεφαλής του τμήματος Δυναμικής των Ωκεανών του Κέντρου Ωκεναογραφικών Ερευνών Γκέομαρ Χέλμχολτς (Geomar Helmholtz) επανέλαβε: «Από τον τελευταίο μεγάλο σεισμό της Κωνσταντινούπολης το 1766, η ενέργεια έχει αυξηθεί. Υπάρχει πλέον έλλειμμα κίνησης έως και τεσσάρων μέτρων σε αυτό το σημείο και η πόλη βρίσκεται σχεδόν πάνω στο ρήγμα. Από δε το 1939 έχει παρατηρηθεί ότι οι σεισμοί πλησιάζουν όλο και περισσότερο την Κωνσταντινούπολη από ανατολικά προς δυτικά».
Ο σεισμολόγος Γκέρνοντ Χάρτμαν του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Γεωεπιστημών του Ανοβέρου τόνισε τέλος στην εφημερίδα «Bild» ότι ο σεισμός «θα μπορούσε να συμβεί στο εγγύς μέλλον, αλλά θα μπορούσε να γίνει και μετά από δεκαετίες. Η τεκτονική πίεση αυξάνεται συνεχώς και όσο περισσότερο διαρκεί εκεί η “ησυχία”, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ενός ισχυρού σεισμού. Είναι επομένως σημαντικό να αναγνωρισθεί ο επικείμενος κίνδυνος και να γίνει προετοιμασία για αυτόν τώρα».