Το να μην έχεις αδέρφια και να μεγαλώνεις με χωρισμένους γονείς μπορεί να μην είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί, ωστόσο μπορεί να αναγκαστείς να αντιμετωπίζεις τη μοναχικότητα αρκετά συχνά. Ανέκαθεν θυμάμαι να έχω μία διαλογικότητα (ή καλύτερα έναν εσωτερικό μονόλογο) με τον εαυτό μου, η οποία με βοηθούσε να απελευθερώνω τις σκέψεις και να καταπολεμώ την μοναξιά. Η απόλυτα απελευθερωτική αίσθηση ερχόταν όταν εξωτερίκευα αυτές τις σκέψεις ακόμα κι όταν δεν είχα κάποιον συνομιλητή απέναντί μου. Ναι, μιλούσα μόνη μου κι ακόμη συνεχίζω να το κάνω.
Πολλοί το θεωρούν ταμπού ή κάποιο είδος σχιζοφρένειας, όμως μήπως πρέπει σιγά σιγά να αναθεωρήσουμε; Ας παραδεχθούμε ότι δεν γίνεται να μην μιλάμε με τον εαυτό μας. Έχετε φανταστεί πώς θα ήταν η μέρα σας αν δεν σκεφτόσασταν; Προσπαθήστε να το κάνετε και θα δείτε ότι είναι αδύνατο! Σύμφωνα με μια μελέτη, το 96% των ενηλίκων δηλώνουν ότι κάνουν εσωτερικό διάλογο. Ενώ το να μιλάς μόνος σου είναι λιγότερο συνηθισμένο, με το 25% των ενηλίκων να παραδέχεται ότι το κάνει.
Το «παραδέχεται» χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα, καθώς έχω την πεποίθηση ότι οι περισσότεροι αποκρύπτουν ότι μιλάνε δυνατά μόνοι τους για να μην θεωρηθούν ψυχικά άρρωστοι. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι υπάρχει στίγμα σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα και ότι πρόκειται γι’ ακόμη μία συνθήκη κοινωνικής καταπίεσης πίσω από την οποία βρίσκεται και πάλι η -αγαπημένη για κάποιους- κριτική.
Ας πάμε πίσω στα παιδικά μας χρόνια, όταν παίζαμε με τα παιχνίδια μας όποια κι αν ήταν αυτά. Μπορεί να μπαίναμε σε κάποιον ρόλο ανάλογα με το παιχνίδι που είχαμε στα χέρια μας ωστόσο η θεματική που ακολουθούσαμε συσχετιζόταν άμεσα με όσα συνέβαιναν στην καθημερινότητά μας. Η κακή ψυχολογία που μπορεί να είχαμε από κάποιο τσακωμό στον οποίο έτυχε να είμαστε θεατές είχε άμεσο αντίκτυπο στις σκέψεις μας και επομένως σε όσα λέγαμε δυνατά παίζοντας.
Θυμάμαι τον εαυτό μου αρκετές φορές να λέω χτυπάω το ένα παιχνίδι με το άλλο και να λέω «εσύ φταις», μη με ρωτήσετε τι είχε προηγηθεί γιατί δεν θυμάμαι, ωστόσο αυτό το επαναλαμβανόμενο στιγμιότυπο υπάρχει έντονα ως ανάμνηση. Είναι πιθανό αυτά τα περιστατικά τα οποία δεν μπορώ να ανακαλέσω -χωρίς κάποια βοήθεια τουλάχιστον- να ευθύνονται και για τις ατάκες που λέω όταν βλέπω κάποιον εφιάλτη, με το «άσε με» να έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα μέχρι και σήμερα. Μιλάμε με τον εαυτό μας όλη την ώρα, όμως πολλές φορές δεν έχουμε τον χρόνο ή την ικανότητα να αποστασιοποιηθούμε ώστε να το συνειδητοποιήσουμε.
Ακόμα και στον ύπνο μας, μιλάμε. Αυτός είναι και ένας λόγος που πολλές φορές δεν νιώθουμε ξεκούραστοι, ειδικά αν βιώνουμε μία περίοδο άγχους. Σε μία τέτοια συνθήκη η υπερανάλυση είναι διαρκής και η πάλη με τα προβλήματα που κάνουν τις σκέψεις να ξεπετάγονται η μία μετά την άλλη σα να βρίσκονται σε μία άτυπη σκυταλοδρομία δημιουργούν αυτή την ατελείωτη διαλογικότητα που είναι εμποτισμένη με μπόλικο άγχος και στρες.
Αυτό που ξεκίνησε από τα παιχνίδια συνεχίστηκε μέσα στα χρόνια. Είχα μπει σε αυτή τη διαδικασία διαλογικότητας από πολύ μικρή ηλικία και μετά δεν ήταν εύκολο να ξεφύγω από αυτή. Αδέρφια δεν είχα, με τους γονείς μου δεν είχα κοινή γλώσσα επικοινωνίας και μέχρι να πάρω κινητό συζητούσα αρκετά με εμένα. Μικροί σίγουρα είχαμε την τάση να λέμε δυνατά όσα μας απασχολούν, απλά στην πορεία μάθαμε ότι δεν είναι φυσιολογικό ή καλύτερα μας έμαθαν ότι δεν ανήκει στα πλαίσια της κανονικότητας. Όσοι έχετε αδέρφια είναι πιθανό να μην έχετε βρεθεί σε συζητήσεις με τον εαυτό σας κατά τη παιδική σας ηλικία σε τόσο μεγάλη συχνότητα.
Προσωπικά, συνήθως μιλούσα δυνατά μετά από κάποιο τσακωμό στην προσπάθειά μου να νιώσω καλύτερα και να αποκωδικοποιήσω τα γεγονότα ή τη συμπεριφορά του ατόμου με το οποίο είχα διαπληκτιστεί. Επίσης, αρκετά συχνά μου έκανα «motivational speaking», βασικά ακόμα το κάνω και φαίνεται ότι με βοηθάει αρκετά ειδικά όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος για να με εμψυχώσει. Μια μελέτη, από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, διαπίστωσε ότι το να μιλάει κάποιος μόνος του μπορεί να αυξήσει την αυτοεκτίμηση, να βελτιώσει την αυτοπεποίθηση και να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε δύσκολες προκλήσεις. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2014, ανέφερε επίσης ότι όσοι αναφέρονταν στον εαυτό τους με αντωνυμίες σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο διαχειρίζονταν τις σκέψεις τους καλύτερα από εκείνους που μιλούσαν σε πρώτο πρόσωπο.
Πλέον δεν περιορίζομαι μόνο σε αυτά. Πολύ συχνά σχολιάζω δυνατά κατά τη διάρκεια της οδήγησης, είναι τρομερά αγχολυτικό και με βοηθάει να μένω μακριά από τσακωμούς, κυρίως τους φοβάμαι αλλά αυτό είναι άλλο θέμα προς ανάλυση. Κάποιες φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να μιλάει δυνατά ως προειδοποίηση για κάποιο κίνδυνο. Για παράδειγμα, όταν βλέπω κάποιον να κάνει σφήνες έχω πει «κάτσε πιο πίσω μπας και μείνεις ζωντανή». Σε τέτοιες περιπτώσεις με έχει βοηθήσει αρκετές φορές να είμαι σε μεγαλύτερη εγρήγορση απ’ ότι συνήθως.
Επίσης, το να μιλάτε στον εαυτό σας όταν αισθάνεστε ένα ακραίο συναίσθημα -όπως η νευρικότητα πριν από μια συνάντηση – μπορεί να σας βοηθήσει να επεξεργαστείτε αυτό που αισθάνεστε και να προετοιμαστείτε καλύτερα για τα γεγονότα που έρχονται.
Πολύ συχνά, παίρνουμε τηλέφωνο κάποιο οικείο πρόσωπο ώστε να μοιραστούμε αυτή την ‘ομιλία’ χωρίς να περιμένουμε κάποια ανταπόκριση, για να ξελαφρώσουμε με λίγα λόγια. Έχετε σκεφτεί ότι το ίδιο μπορεί να επιτευχθεί αν μιλήσετε δυνατά; Εντάξει δεν είναι πάντα αποτελεσματικό, αλλά κάποιες φορές πιάνει.
Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθώ να μειώσω τα οφέλη που μπορεί να έχει ένας υπαρκτός αποδέκτης, όμως ο στόχος και στις δύο περιπτώσεις είναι να απεγκλωβίσουμε από τον εγκέφαλό μας τις συσσωρευμένες σκέψεις που μας κατατρώνε.
Η Δρ. Jessica Nicolosi, κλινική ψυχολόγος με έδρα τη Νέα Υόρκη αναφέρει ότι «το να μιλάμε δυνατά, μας αναγκάζει να επιβραδύνουμε τις σκέψεις μας και να τις επεξεργαζόμαστε διαφορετικά, επειδή ενεργοποιούμε τα γλωσσικά κέντρα του εγκεφάλου μας. Μιλώντας στον εαυτό μας προκαλείται μια πιο αργή διαδικασία που μας αφήνει να σκεφτούμε, να νιώσουμε και να δράσουμε, αντί να βομβαρδιζόμαστε από τις σκέψεις μας».
Όταν μιλάμε δυνατά καταφέρνουμε να οργανώσουμε το χάος που συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας, μπαίνουν σε σειρά οι λέξεις που ήταν εγκλωβισμένες μέσα στην εσωτερικότητα και έκαναν συνεχώς κύκλους και ξαφνικά αρχίσει να βγαίνει νόημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το κάνουμε. Πόσες φορές έχετε πει δυνατά «πρέπει να συγκεντρωθούμε» και σας βοήθησε να συγκεντρωθείτε; Εμένα πάντως με έχει βοηθήσει.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ να περπατάω σε κάποιο δρόμο και όσοι περνάνε από δίπλα μου να μιλάνε μόνοι τους. Από μόνη της αυτή η εικόνα είναι ιδιαίτερα αγχωτική. Θα άκουγα φωνές από παντού -κυριολεκτικά- τις οποίες θα κατέγραφα και θα επεξεργαζόμουν συνεχώς. Ό,τι έπιανε το αυτί μου θα ήταν μία νέα πληροφορία προς ανάλυση και είναι πολύ πιθανό αν εξέθετα τον εαυτό μου σε μία τέτοια συνθήκη να βίωνα κάποια κρίση άγχους εντός της πρώτης ώρας της έκθεσης. Αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που δεν μιλάμε μόνοι μας σε δημόσιο χώρο, πέρα από τη πεποίθηση ότι θεωρείται ως κάτι μη-φυσιολογικό.
Δεν πρέπει να ανησυχήσετε αν πιάσετε τον εαυτό σας να μιλάει δυνατά, ειδικά αν όσα λέτε είναι ενθαρρυντικά ή σας βοηθάνε να ξεπεράσετε μία δύσκολη κατάσταση. Η απελευθέρωση που θα νιώσετε βάζοντας τον εαυτό σας σε αυτή τη συνθήκη θα λειτουργήσει ευεργετικά, τουλάχιστον έτσι λένε οι ειδικοί. Νιώθω ότι προσπαθώ να σας προσηλυτίσω, όμως στην πραγματικότητα αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν πρέπει να ντραπείτε αν μιλήσετε μόνοι σας δυνατά. Έτσι κι αλλιώς ποιος θα σας ακούσει καλύτερα από τον εαυτό σας;
Πηγή: ieideisis.gr/olafaq.gr