Μία νέα Bugatti βγαίνει κάθε δέκα χρόνια. Και κάθε φορά αποτελεί το σκηνικό όπου η τέχνη και η τεχνική δένουν αρμονικά σε μια χορογραφία μετάλλων, οδηγικής έντασης και (ανεκπλήρωτων, φευ!) ονείρων.
“Αν είναι τέχνη, δεν είναι για όλους, κι αν είναι για όλους, δεν είναι τέχνη”. Το απόφθεγμα που αποδίδεται στον μεγάλο πρωτοπόρο μουσικό Arnold Schoenborg θα μπορούσε να αντανακλά και την φιλοσοφία ενός άλλου μεγάλου ονειροπόλου της ίδιας πάνω-κάτω εποχής.
Ο γεννημένος το 1891 Ettore Bugatti ήταν πρώτα και πάνω από όλα ένας άνθρωπος της τέχνης. Όχι μόνο γιατί είχε καλλιτεχνικές καταβολές από την οικογένειά του και οι σπουδές του ήταν στις ακαδημίες των τεχνών της εποχής του. Αλλά και γιατί όταν πια αποφάσισε να ακολουθήσει την ψυχή του και να παραδοθεί στις μηχανές ως αυτοδίδακτος τεχνίτης, στο νου του είχε πάντα κάτι από τη μαγιά και τη μαγεία της τέχνης: Να αγγίξει το υψηλό, αυτό που ξεφεύγει από τα τετριμμένα και αναζητά το ανέφικτο.
O Bugatti σχεδίασε το πρώτο του όχημα όταν ήταν 20 ετών. Και αφού δούλεψε κοντά σε μηχανικούς εκείνης της πρώτης μεγάλης έκρηξης του αυτοκινήτου στις αρχές του 20ού αιώνα, έφτιαξε το δικό του μικρό εργοστάσιο το 1909 σε ένα χωριό που από τότε έμεινε στην ιστορία, στο Molsheim στην Αλσατία. Ο τρόπος που προσέγγιζε το αυτοκίνητο είχε κάτι από την τρέλα ενός καλλιτέχνη: τίποτα λιγότερο από το τέλειο και το υπερβατικό δεν του ήταν αρκετό. Και για να φθάσει σε αυτό ακολούθησε και πάλι τον πιο δύσκολο δρόμο: μπήκε στους αγώνες αυτοκινήτων όπου κατάφερε αμέσως να διακριθεί φθάνοντας στα άκρα -και πέρα από αυτά- για τα δεδομένα των τεχνικών μέσων της εποχής του. Άλλωστε όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος: «Αν το αυτοκίνητό του συγκρίνεται με κάτι άλλο, τότε δεν είναι μία αληθινή Bugatti».
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον έριξε πίσω. Όμως ξαναβρήκε τις δυνάμεις και στην δεκαετία του ’20 και καθ’ όλη την διάρκεια του μεσοπολέμου, ο Ettore Bugatti κατασκεύασε μερικά από τα πιο ποθητά αυτοκίνητα του πλανήτη και κέρδισε πάνω από δύο χιλιάδες αγώνες, τους πιο ξακουστούς της εποχής του. Έχοντας από τότε βάλει τις βάσεις για όσα θα ακολουθούσαν: την ακραία τεχνολογία και την ακόμα πιο ακραία πολυτέλεια για πελάτες που είχαν το χρήμα και την καλλιέργεια να επιδιώκουν την υπέρβαση. Έχοντας φθάσει στην ακμή της δόξας του ο Bugatti ανοίγει τα φτερά του και σε άλλες δραστηριότητες, όπως τα ασύλληπτης ομορφιάς τρένα υψηλών ταχυτήτων της δεκαετίας του 30, έργα από μέταλλο που έμοιαζαν σαν έχουν βγει από πίνακες φουτουριστών ζωγράφων. Ασχολήθηκε και με άλλα πράγματα που είχαν πάντα ως υπόβαθρο την ταχύτητα όπως τους αγώνες αεροσκαφών.
Όμως η τραγωδία δεν άργησε να έρθει: ο γιός του, ο Jean Bugatti σκοτώθηκε σε δυστύχημα με αυτοκίνητο της εταιρείας του πατέρα του το 1939 στερώντας από τον Ettore τον διάδοχο της εταιρείας. Κάτι που μαζί με την έναρξη του πολέμου, οδήγησαν σε μαρασμό την Bugatti. O Ettore πέθανε το 1947 και η παραγωγή σταμάτησε το 1956. Μετά από διάφορες εξαγορές που δεν τελεσφόρησαν, η εταιρεία πέρασε στα χέρια του γκρουπ VW το 1998. Και από εκεί αρχίζει η νέα εποχή της δόξας, όπου το πνεύμα του Ettore Bugatti αναβιώνει μέσα από νέα μοντέλα.
Η EB110 ήταν η πρώτη προσπάθεια στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Veyron με τα εξωφρενικά 1.000 άλογά της ήρθε το 2005 ενώ το 2016 βγήκε στην παραγωγή η Chiron η οποία ήταν μέχρι σήμερα το αυτοκίνητο που έφερε το βαρύ φορτίο να είναι αυτό που πάντα επιθυμούσε ο ιδρυτής της: το σημείο αναφοράς για το τι είναι εφικτό -και μερικές φορές ανέφικτο- στα σούπερ σπορ μοντέλα κάθε εποχής. Φτιάχτηκαν λίγο πάνω από 500 από αυτές, μερικές πολύ σπάνιες, κάποιες εξωφρενικά πανάκριβες, και μία που έσπασε το ρεκόρ-τοτέμ των ημερών μας, τα 300 μίλια την ώρα (482 χλμ/ώρα).
Σήμερα λοιπόν, 115 χρόνια μετά το πρώτο αυτοκίνητο της εταιρείας, η Bugatti παρουσιάζει το νέο της μοντέλο για αυτή την δεκαετία. Ευρισκόμενη πλέον σε μία νέα φάση της εταιρικής της παρουσίας, καθώς το πλάνο του γκρουπ VW την θέλει να βρίσκεται υπό την καθοδήγηση ενός ταλαντούχου νεαρού Κροάτη, του Matte Rimac, ο οποίος μέσα σε μία δεκαετία κατάφερε να αναδειχθεί σε μία από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, χάρη κυρίως στα ασύλληπτης τεχνολογίας ηλεκτρικά του μοντέλα.
Ως εκ τούτου αυτή η νέα Bugatti Tourbillon έχει βάλει αρκετό «ηλεκτρισμό στο κρασί της», όντας το πρώτο υβριδικό μοντέλο της εταιρείας. Όμως δεν απορρίπτει εντελώς τα ιερά και τα όσια ενός και πλέον αιώνα. Και έτσι, ως κεντρική μονάδα κίνησης έχει εξελίξει έναν εκπληκτικό κινητήρα, πιστό στης εξτραβαγκάντσες που συνήθιζε να δημιουργεί ο Ettore: έναν δεκαεξακύλινδρο σε σχήμα V με 8.300 κυβικά εκατοστά που βρίσκεται στο πίσω μέρος σε κοινή θέα κάτω από ένα ειδικό γυαλί.
Μαζί υπάρχουν τρεις ηλεκτροκινητήρες (δύο μπροστά και ένας πίσω) και μία μπαταρία των 25 kW, αρκετή για να κινεί το αυτοκίνητο για μεγάλο διάστημα με αποκλειστικά με ηλεκτρική ενέργεια. Παρά την ύπαρξη της μεγάλης μπαταρίας, το αυτοκίνητο είναι ελαφρύτερο από την Chiron και έχει και μεγαλύτερους χώρους για τους δύο τυχερούς επιβάτες χωρίς να αυξηθεί το μέγεθός του. Το κινητήριο σύνολο αποδίδει το εκπληκτικό νούμερο των 1.800 ίππων, κάνοντας το 0-100 σε 2,0 δευτερόλετα, το 0-400 χλμ/ώρα σε μόλις 25 δευτερόλεπτα, ενώ η τελική του ταχύτητα φθάνει τα 445 χλμ/ώρα!
Τα μηχανικά μέρη, από το πλαίσιο μέχρι την ανάρτηση, τα φρένα και τις ζάντες είναι επιτεύγματα της σύγχρονης μηχανικής και σχεδιασμένα για τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο. Και όπως θα ήθελε ο ιδρυτής της εταιρίας, όλα αυτά τα άψυχα μεταλλικά αντικείμενα είναι σχεδιασμένα στο πνεύμα του Ettore Bugatti: εκτός από λειτουργικά θα πρέπει να είναι και όμορφα σε τέτοιο βαθμό που να μπορούν να εκτεθούν σε μία γκαλερί.
Το όνομά της προέρχεται από τα ρολόγια, με τους μηχανισμούς tourbillon των ακριβών ρολογιών, κάτι που δείχνει την ακρίβεια με την οποία σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε το αυτοκίνητο. Οι λέξεις κλειδιά στην σχεδίασή της ήταν διαχρονικότητα και αυθεντικότητα, να μπορεί να αφηγείται μια ιστορία. Να ισορροπεί με χάρη μεταξύ ταχύτητας και λεπτότητας σαν να είναι σμιλεμένο από την ίδια την ταχύτητα. Οι σχεδιαστές πήραν την έμπνευσή τους από το γεράκι στην ώρα που βυθίζεται από ψηλά για να φθάσει στο θήραμά του, πιάνοντας τη μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει καταγραφεί ανάμεσα σε όλα τα ζώα του πλανήτη.
Η μάσκα με το «πέταλο αλόγου» είναι πλέον πολύ πιο έντονη, με τα φώτα και την γλυπτική του αμαξώματος να δημιουργούν ένα όχημα που φωνάζει «ταχύτητα» ακόμα και σταματημένο. Το σαλόνι είναι διαφορετικό από οτιδήποτε κυκλοφορεί, έχοντας αποβάλλει τα περισσότερα ψηφιακά στοιχεία, κρατώντας μία αναλογική μορφή με όργανα που θυμίζουν πανάκριβα ρολόγια. Η κεντρική κονσόλα είναι φτιαγμένη από αλουμίνιο και γυαλί, δίνοντας μία ακραία πολυτελή διάσταση αλλά και μία διαχρονικότητα στο αυτοκίνητο.
H νέα Bugatti Tourbillon. Ένα αυτοκίνητο που σηματοδοτεί την εποχή του και αναστατώνει τα όνειρα του αυτοκινητικού πλανήτη. Όνειρα μπλεγμένα με ματαιοδοξία, που θα γίνουν και πάλι πραγματικότητα για λίγους, μόλις 250 σε όλο τον κόσμο, από το 2026 που η Tourbillon θα βγει στην παραγωγή. Για τα βαρεμένα πλουσιόπαιδα των Εμιράτων, για τους Ρονάλντο και τους ράπερ των social media, για τους διψασμένους Κινέζους που ψάχνουν το καπιταλιστικό τους όνειρο, ο κατάλογος των παραγγελιών για τα 3,6 εκατομμύρια μόλις άνοιξε.
Και για άλλη μια φορά μία Bugatti θα γίνει και πάλι η αγαπημένη garage queen (τα αυτοκίνητα που κλείνονται σε γκαράζ για να πιάσουν αργότερα υψηλές τιμές στις δημοπρασίες) των Λύκων της Γουόλ Στριτ και των entrepreneurs με τα bitcoins και τις εταιρείες του Nasdaq. Όλα αυτά όμως είναι παντελώς αδιάφορα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Bugatti Tourbillon είναι ένα ακόμα δημιούργημα πιστό στην παρακαταθήκη του ιδρυτή της, ένα αυτοκίνητο που συνδυάζει όσο κανένα άλλο την ομορφιά και την αισθητική τελειότητα με την μηχανολογική υπέρβαση. Ένα έργο που εμπνέει ανθρώπους να δημιουργούν όμορφα πράγματα, που τους κάνει να ονειρεύονται το Υψηλό και τους ωθεί να επιδιώξουν το ανέφικτο. Και αυτό, πέρα και πάνω από όλα, είναι καθαρή τέχνη. Η τέχνη του νεαρού αυτοδίδακτου μηχανικού Ettore Bugatti.