Πολύ περιορισμένη -και μάλιστα σημαντικά μικρότερη σε σχέση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ- εκτιμάται ότι θα είναι η όποια αρνητική επίπτωση της ψηφιακής μετάβασης στην απασχόληση στην Ελλάδα ώς το 2035, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), Ηλίας Λιβανός.

Με αφορμή νέα μελέτη του ευρωπαϊκού οργανισμού, με τίτλο «Digital skills ambitions in action», ο κ. Λιβανός εξηγεί ότι την κατάσταση για την ελληνική αγορά εργασίας, σε σχέση με την ΕΕ, φαίνεται ότι εξισορροπεί το γεγονός ότι κάποιοι από τους τομείς που αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο αυτοματοποίησης, όπως η βιομηχανία και οι κατασκευές, δεν είναι το ίδιο ανεπτυγμένοι και κραταιοί στη χώρα μας, σε σχέση με άλλα κράτη – μέλη.

Λαμβάνοντας υπόψη τα σενάρια που κατήρτισε το Cedefop για την επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στην αγορά εργασίας, ποιο από αυτά θα χαρακτήριζε ο κ. Λιβανός ως πιο εύλογο σχετικά με τη συνολική δημιουργία/απώλεια θέσεων εργασίας ώς το 2035; «Στο βασικό σενάριο ψηφιακής μετάβασης υποθέτουμε πως οι στόχοι σχετικά με την απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων και την ψηφιοποίηση της οικονομίας θα έχουν επιτευχθεί μέχρι το 2035. Βάσει του σεναρίου μας, η τεχνολογία αναμένεται να δημιουργήσει περίπου 900.000 νέες θέσεις εργασίας συνολικά στην ΕΕ, σε τομείς που αναπτύσσουν και υποστηρίζουν την τεχνολογία. Σε συνολικό επίπεδο, η επίπτωση της τεχνολογίας στην απασχόληση θα είναι ελαφρώς αρνητική και το 2035 το συνολικό της επίπεδο αναμένεται να έχει υποχωρήσει κατά περίπου 5% συγκριτικά με τις προβλέψεις στις οποίες δεν λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της ψηφιακής μετάβασης» εκτιμά.

Ωστόσο, τα παραπάνω δεν είναι παρά σενάρια, καθώς «η επίδραση της τεχνολογίας (χρήση ρομπότ/τεχνητής νοημοσύνης κ.λπ.) στην απασχόληση είναι αβέβαιη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα με την οποία θα αφομοιωθεί». Υπάρχουν δηλαδή παράγοντες, όπως η ύπαρξη -ή η έλλειψη- κεφαλαίων για την εισαγωγή της τεχνολογίας, η επάρκεια ενεργειακών πόρων για την τροφοδοσία του ψηφιακού μετασχηματισμού, οι κανονισμοί της ΕΕ για την υιοθέτηση της ΤΝ κι η στάση των κοινωνικών εταίρων, οι οποίοι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην ταχύτητα αφομοίωσης της τεχνολογίας -και κατ’ επέκταση στην επίδρασή της στην απασχόληση.

Σε ποιους τομείς εκτιμάται ότι θα αυξηθεί η απασχόληση λόγω της ψηφιακής μετάβασης;

Οι τομείς στους οποίους η απασχόληση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί λόγω της ψηφιακής μετάβασης (στην περίοδο ώς το 2035) είναι κατά κύριο λόγο η έρευνα και ανάπτυξη (+178 000 θέσεις εργασίας), οι τηλεπικοινωνίες (+ 81 000) και η πληροφορική (+350 000). «Η ανάπτυξή τους οφείλεται στο γεγονός ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό αναπτύσσουν και στηρίζουν την ψηφιακή μετάβαση. Όλοι οι υπόλοιποι τομείς θα έχουν μικρή πτώση στο συνολικό επίπεδο απασχόλησής τους. Ωστόσο, οι τομείς οι οποίοι θα επηρεαστούν περισσότερο αρνητικά είναι αυτοί με υψηλό ρίσκο αυτοματοποίησης: εμπόριο, γεωργία και κατασκευές. «Επίσης αρνητικός θα είναι ο αντίκτυπος σε τομείς που απασχολούν προσωπικό χαμηλών επιπέδων εκπαίδευσης όπως για παράδειγμα η εστίαση, αλλά και σε τομείς που χρήζουν άμεσης ψηφιακής εκπαίδευσης όπως διοικητικές υπηρεσίες, και πάλι το εμπόριο και κατασκευές» υπογραμμίζει ο κ. Λιβανός.

Στα εξειδικευμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τρεις τομείς (γεωργία, μεταλλεία & παραγωγή μηχανημάτων και μεταποίηση τροφίμων) είναι αυτοί που θα επηρεαστούν πιο αρνητικά από την ΤΝ και την ψηφιακή μετάβαση γενικώς. Ποια είναι η εικόνα σε αυτούς τους κλάδους, ως προς την καθαρή απώλεια θέσεων εργασίας στην περίοδο ώς το 2035; Στη γεωργία αναμένεται να χαθούν στην ΕΕ 336.000 θέσεις εργασίας, στον κλάδο των τροφίμων 318.000 και στα μεταλλεία 16.000. Ο βασικός λόγος είναι η υψηλή έκθεση των τομέων αυτών στην τεχνολογία. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, η Ευρώπη χρειάζεται νέα γενιά καλά εκπαιδευμένων αγροτών, οι οποίοι θα διαθέτουν ψηφιακές δεξιότητες πέραν των βασικών. Ενδεικτικό της προόδου που έχει επιτευχθεί στον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της γεωργίας είναι το γεγονός ότι το 2022 οι παγκόσμιες πωλήσεις ρομπότ για αγροτική χρήση αυξήθηκε κατά 18% και έφτασε τις 8000 μονάδες. Από αυτές, περίπου οι 5800 αφορούσαν ρομπότ που ανέλαβαν βασικά καθήκοντα των αγροτών, όπως το άρμεγμα ή το καθάρισμα του αχυρώνα. Σε μια περίοδο που η έλλειψη εργατικού δυναμικού στις αγροτικές περιοχές συνδυάζεται με την ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση για βιώσιμη γεωργία, τα ρομπότ φαίνεται ότι μπορούν να αποτελέσουν τεχνολογία καθοριστικής σημασίας στο διαρκώς εξελισσόμενο αγροτικό περιβάλλον.