ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ διανοηθεί κανείς σήμερα πόσο μνημειώδης ήταν η κατάκτηση του Έβερεστ το 1953, όταν ο Έντμουντ Χίλαρι έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στην κορυφή του, μαζί με τον Σέρπα οδηγό του Τένσινγκ Νοργκέι. Δεκατέσσερις προηγούμενες απόπειρες είχαν αποτύχει να κατακτήσουν την ύψους 8.848,86 μέτρων «κορυφή του κόσμου» στα σύνορα Νεπάλ και Κίνας. Οι αποστολές ήταν στρατιωτικής κλίμακας, απαιτώντας πολυπληθείς ομάδες και τόνους προμηθειών. Όταν η είδηση έγινε γνωστή στο Λονδίνο την ώρα της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ, μεταδόθηκε από ηχεία κατά μήκος της διαδρομής της μεγάλης παρέλασης της βασίλισσας.

Το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου Will Cockrell που έχει τίτλο Everest, Inc.: The Renegades and Rogues who Built an Industry at the Top of the World αφηγείται το πώς αυτά τα δυσθεώρητα και θανατηφόρα ύψη έχουν πλέον κατακτηθεί, σύμφωνα με μια πρόσφατη καταμέτρηση, 11.966 φορές από 6.664 άτομα.

Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά για το προνόμιο να οδηγηθούν στο βουνό με σχοινιά, αναπνέοντας εμφιαλωμένο οξυγόνο που έχουν αποθηκεύσει άλλοι, αφού περάσουν αρκετές εβδομάδες διαμονής σε μια εκτεταμένη πόλη που λειτουργεί ως καταυλισμός χιλιάδων ανθρώπων που διαβιούν σε συνθήκες πολυτέλειας.

Ορισμένοι μάλιστα από τους πιο «εκλεκτούς» πελάτες αρχίζουν τον εγκλιματισμό εβδομάδες νωρίτερα σε ειδικές πλαστικές φούσκες που παραδίδονται στα σπίτια τους. Πρόσφατα, μεταξύ αυτών που ανέβηκαν στην κορυφή ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που έχουν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.

Δεν έγινε αμέσως η κατάκτηση του Έβερεστ τόσο εύκολα εξαγοράσιμη όσο μια κρουαζιέρα στην Καραϊβική. Για πολλά χρόνια μετά το 1953, το βουνό παρέμεινε μια μοναδική δοκιμασία αλπικής ικανότητας και αντοχής. Αυτό το συγκλονιστικά δύσκολο αθλητικό κατόρθωμα που δεν μπορούσε να αγοραστεί με χρήματα κατέληξε όμως τελικά άλλο ένα εμπόρευμα.

Το Everest, Inc. είναι ένας εύστοχος τίτλος, ακριβώς επειδή η ιστορία που αφηγείται είναι τελικά επιχειρηματική – πώς οι δυτικοί οδηγοί αναρρίχησης μετέτρεψαν το Έβερεστ από ένα κατόρθωμα θέλησης και ικανότητας σε μια υπόθεση logistics.

Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η τεχνολογία έκανε το οξυγόνο ελαφρύτερο και πιο αξιόπιστο, με πολύ υψηλότερους ρυθμούς ροής, και τον άστατο καιρό του βουνού πιο προβλέψιμο. Οι αύξηση των καταυλισμών όλο και πιο ψηλά επέτρεψε περισσότερη ξεκούραση στους πιο αδύναμους ορειβάτες. Οι αυτόχθονες Σέρπα, που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν ουσιαστικά ως μεταφορείς σε μεγάλο υψόμετρο, έγιναν ειδικευμένοι αλπινιστές – ένας από αυτούς μάλιστα, ο Κάμι Ρίτα Σέρπα, έχει ανέβει στην κορυφή 29 φορές. Μόνο το 1993, περισσότεροι ορειβάτες έφτασαν στην κορυφή μέσα σε μια σεζόν απ’ ό,τι στα 26 χρόνια μετά την πρώτη ανάβαση.

Φυσικά, ο θάνατος πάντα καραδοκούσε. Στην αρχή της δεκαετίας του ‘80, περισσότεροι άνθρωποι είχαν πεθάνει προσπαθώντας να ανέβουν στην κορυφή απ’ όσους τα είχαν καταφέρει. Για ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου, αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη γοητεία. Ο θάνατος των οκτώ αναβατών κατά τη διάρκεια της σεζόν του 1996, ένα γεγονός που καλύφθηκε εξαντλητικά από το είδος των περιοδικών για τα οποία γράφει ο Cockrell –μεταξύ των οποίων το Outside και το Men’s Journal– και στη συνέχεια στο βιβλίο του Jon Krakauer Into Thin Air, ενίσχυσε τη δημοτικότητα της ανάβασης.

«Για κάποιους πελάτες, η πιθανότητα του θανάτου είναι μια ευκαιρία για αναγέννηση», γράφει ο Cockrell. «Όλες οι εκδρομές μας έγιναν ανάρπαστες μετά [τους θανάτους του 1996]», του είπε ένας οδηγός. «Ένιωθα ότι θα μπορούσα να πουλήσω ένα πετραδάκι από το Έβερεστ για δεκαπέντε χιλιάρικα».

Είναι τελικά θετικό πράγμα αυτή η εξέλιξη της ανάβασης; Ως συγγραφέας ενός βιβλίου για τη βιομηχανία οδηγών που έφερε αυτή την αλλαγή, ο Cockrell απαντά «ναι». Το  Έβερεστ εξακολουθεί να είναι το ψηλότερο βουνό του κόσμου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται – κίνδυνο, αγώνα, μια βαθιά εμπειρία (όσο μειωμένη κι αν είναι) που διαρκεί εβδομάδες, μια θέα ασύλληπτη. Γιατί να μην έχει κανείς την ευκαιρία να το βιώσει αυτό;

Είναι δύσκολο όμως, κοιτάζοντας όλες αυτές τις φωτογραφίες με τους πελάτες που στοιβάζονται στην πλαγιά του βουνού σε τεράστιες ουρές, να μη σκεφτεί κανείς «τι αηδία». Να μη σκεφτεί ότι κάτι θεμελιώδες για την εξερεύνηση και την περιπέτεια και την ανθρώπινη εμπειρία έχει χαθεί οριστικά, ότι αυτό που εξαγόρασαν οι στριμωγμένοι αναβάτες είναι κάτι τόσο πολύ διαφορετικό από την ίδια την ιδέα του, ώστε να το καθιστά χωρίς νόημα.

Υπάρχει ωστόσο και ένα πρόσφατο κομμάτι της ιστορίας του Έβερεστ που είναι αναμφισβήτητα θετικό: η σταδιακή αφύπνιση των ίδιων των Σέρπα για τον ρόλο και τις ικανότητές τους –και για τη μακρόχρονη εκμετάλλευσή τους– στο βουνό. Σε μια ιστορία άρρηκτα συνυφασμένη με την αποικιοκρατία και την αυτοκρατορία, το Έβερεστ έχει γίνει τελικά μια επιχείρηση που αφορά κυρίως το Νεπάλ. Οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο βουνό ανήκουν, στελεχώνονται και καθοδηγούνται πλέον από Νεπαλέζους. Αν κάποιος πρόκειται να βγάλει λεφτά από την εκμετάλλευση αυτού του φοβερού κάποτε εμβλήματος, ας είναι τουλάχιστον οι ντόπιοι.

ΠΗΓΗ: lifo.gr/Με στοιχεία από The Washington Post